[Κεφάλαιο 5ο]
Η Κυριακή πέρασε ήρεμα... δεν έκανα και τίποτα, απλά πήγα γυμναστήριο, με βοηθούσε να ξεχάσω και να ξεσπάσω, είδα δυο ταινίες και βγήκα με τα αγόρια. Ήρθε και η Δευτέρα... ξύπνησα με το ζόρι και ετοιμάστηκα για την σχολή. Αφού πήρα την τσάντα, το κινητό και τα κλειδιά μου, βγήκα από το σπίτι. Κλείδωσα και ξεκίνησα για την σχολή. Μπροστά μου βρισκόταν αυτή η κοπέλα. Απλά κοίταξα το πάτωμα και συνέχισα το περπάτημα. Μπήκαμε σχεδόν μαζί στην σχολή. Την προσπέρασα και πήγα να πάρω το πρόγραμμά μου. Την κοίταξα με την άκρη του ματιού μου και το βλέμμα της ήταν πάνω μου.
Αφού πήρα το πρόγραμμα προχώρησα προς την τάξη μου. Δεν έκατσα στην θέση που καθόμουν πέρυσι. Καλύτερα... πρέπει να ξεκολλήσω από το παρελθόν. Έκατσα μερικές θέσεις πιο πάνω. Καθώς περίμενα να αρχίσει το μάθημα κοίταζα τους μαθητές που έμπαιναν. Όλοι ήταν ίδιοι... μόνο η Φαμπιάνα έλειπε. Τελικά και για καλή μας τύχη, οι καθηγητές μας άφησαν να φύγουμε και είπαν πως το μάθημα θα αρχίσει από αύριο σε κανονική βάση. Βγήκα έξω όσο πιο γρήγορα μπορούσα και πήγα να βρω τα παιδιά. Καθώς περπατούσα βρήκα την μελαχρινή να κάθεται κάτω από ένα δέντρο, με ένα μπλοκ στο χέρι. Είχε τα ακουστικά στα αυτιά της και... κάτι πρέπει να ζωγράφιζε. Απλά ανασήκωσα τους ώμους μου και συνέχισα να προχωράω. Μετά από μερικά λεπτά βρήκα τα παιδιά να κάθονται σε μια καφετέρια λίγο πιο πέρα από την σχολή. Τους πλησίασα και τους χαιρέτησα όλους.
«Ο παλιός Χάρρυ επέστρεψε;» ρωτάει ο Τζέρεμι.
«Όχι πλήρως, αλλά το προσπαθεί. Σας το υποσχέθηκα άλλωστε.» χαμογελάω στραβά.
«Καιρός ήταν μεγάλε.» λέει ο Τζέιμς και σφίγγουμε τα χέρια.
«Τι θα πάρουμε;» ρωτάω για να διώξω την συζήτηση από εμένα.
«Εμείς παραγγείλαμε τέσσερα φρέντο καπουτσίνο γλυκά. Μόλις έρθει η κοπέλα πες της και εσύ τι θες.» λέει η Μπεατρίξ και μου χαρίζει ένα χαμόγελο που δεν ανταποδίδω. Δεν μπορώ... ακόμα!
«Εντάξει.» απαντάω και κουνάω καταφατικά το κεφάλι μου.
«Χάρρυ... είδες την κοπέλα που μετακόμισε στο σπίτι της...»
«Ναι!» λέω διακόπτοντας τον Ζοζέφ.
«Πως σου φαίνεται;» ρωτάει ο Τάιλερ.
«Δεν ξέρω... είναι περίεργη και νιώθω πως... κάτι κρύβει. Αλλά δεν με νοιάζει κιόλας.» απαντάω ειλικρινά.
«Αα!» είναι το μόνο που λέει.
Ύστερα συζητάμε λίγο για τους καινούργιους μαθητές της σχολής. Οι περισσότεροι είναι φυτά. Από ότι έμαθα από την Νίνα, αυτή η μελαχρινή είναι πρωτοετής και αυτός ο τύπος που μένει μαζί της είναι ο, κατά δύο χρόνια, μικρότερος αδελφός της. Το όνομά της δεν το ξέρουν ακόμα αλλά να πω την αλήθεια... χέστηκα κιόλας. Αφού συζητήσουμε λίγο ακόμα, κανονίζουμε για την βραδινή μας έξοδο και ο καθένας πηγαίνει προς το σπίτι του. Φυσικά, τα ζευγαράκια μένουν όλα μαζί.
Όταν φτάσω στο σπίτι, ελέγχω το γραμματοκιβώτιο. Έχω μερικούς φακέλους. Πηγαίνω στο σπίτι και τους αφήνω πάνω στο τραπέζι της κουζίνας. Αλλάζω, βάζω κλασσικά μια βερμούδα και κατεβαίνω να τους δω. Σε μερικούς φακέλους βλέπω ένα άλλο όνομα, Χέμινγκς. Δεν είναι δικοί μου σίγουρα! Θα είναι της κοπέλας... ξεφυσάω και παίρνω όσους φακέλους είναι με εκείνο το όνομα. Βγαίνω από το σπίτι και πηγαίνω προς το γραμματοκιβώτιό της. Μόλις πάω να τους βάλω μέσα, ακούω μια κοπέλα. Τέλεια!
«Τι κάνεις εκεί;» λέει θυμωμένα. Δεν απαντάω, απλά βάζω μέσα τους φακέλους και πάω να φύγω, όταν το χέρι της πιάνει με δύναμη το μπράτσο μου. «Πες μου!» φωνάζει. Τραβάω το χέρι μου απότομα και συνεχίζω να προχωράω. «Μην φεύγεις όταν σου μιλάω κόπανε!» κόπανε; Σοβαρά; Μάλλον κάποια θέλει καυγά. Σταματάω και γυρίζω να την κοιτάξω.
«Καταρχάς, πρόσεχε πως μου μιλάς. Δεν με ξέρεις καν! Κατά δεύτερον, τα ηλίθια γράμματά σου βρέθηκαν στο δικό μου γραμματοκιβώτιο. Μην ξανά γίνει!» είναι το τελευταίο που λέω όταν συνεχίζω να περπατάω.
«Κόπανε!» είπε ''ψιθυριστά''.
«Σ' άκουσα!» λέω κάπως φωναχτά.
«Δεν με νοιάζει!» φώναξε και εκείνη.
Ήθελα τόσο να της χαρίσω το πανέμορφο μεσαίο μου δάχτυλο, αλλά συγκρατήθηκα. Μπήκα σπίτι κοπανώντας την πόρτα. «Βλαμμένη...» φώναξα. Πήγα πάνω να ετοιμαστώ για να βγω με τα παιδιά. Δεν θα μου χαλάσει αυτή η ηλίθια, ανώριμη κοπελίτσα την διάθεσή μου. Στην τελική... στο διάολο να πάει!
ESTÁS LEYENDO
Ο Γείτονας 2: Kill me or Save me!
Fanfic«Όσο υπάρχουν μυστικά είναι αδύνατο να υπάρξει και εμπιστοσύνη. Όμως... Ισως τελικά ειναι καλύτερα καποια πράγματα να μην μαθαίνονται ποτε...!»