[Κεφάλαιο 8ο]
Οι ώρες περνάνε γρήγορα και έρχεται η ώρα του σχολάσματος. Ευτυχώς δεν έχουμε πολλά για διάβασμα, άρα θα τα κάνω και μετά θα πάω στον Λουκ. Όσο σκέφτομαι πως θα είναι και αυτή εκεί τρελαίνομαι. Όμως, εγώ θα είμαι με τον Λουκ, όχι μαζί της. Έτσι ξεκινάω για το σπίτι μου. Μπαίνω μέσα και αλλάζω σε κάτι πιο άνετο. Μόλις πάω να βγω από το δωμάτιο βλέπω από απέναντί τον Λουκ και αυτή να τσακώνονται... πάλι! Τι στο διάολο συμβαίνει; Ίσως ρωτήσω τον Λουκ όταν πάω από εκεί, αλλά δεν νομίζω να μου πει. Σήμερα τον γνώρισα άλλωστε.
Απλά κλείνω το φως και κατεβαίνω στην κουζίνα. Βάζω να φάω και ξεκινάω το διάβασμα. Μέσα σε λιγότερο από μια ώρα έχω τελειώσει. Πλένω τα πιάτα, ετοιμάζομαι και ξεκινάω να πάω δίπλα. Ελπίζω να μην ενοχλήσω τον μικρό την ώρα που διαβάζει. Χτυπάω δυο φορές την πόρτα και εύχομαι να μην μου ανοίξει αυτή. Και ναι... αυτή ανοίγει. Μα τι χαρά...
«Δεν θέλω να κάνεις παρέα με τον μικρό.» λέει αμέσως.
«Γιατί όχι;» ρωτάω σταυρώνοντας τα χέρια μου.
«Γιατί δεν σε πάω και μου φαίνεσαι κακή επιρροή.» λέει κοφτά.
«Άκου λίγο κοριτσάκι μου για να ξεκαθαρίσουμε μερικά πράγματα. Πρώτον, δεν αποφασίζεις εσύ με ποιους θα κάνει παρέα ο Λουκ. Είναι μεγάλο παιδί και ξέρει να διαλέγει τους φίλους του. Δεύτερον, δεν μπορείς να λες πως σου φαίνομαι κακή επιρροή γιατί δεν με ξέρεις καν! Και όσο για το ότι δεν με πας, δεν με νοιάζει και ιδιαίτερα.»
«Μπορεί να μην σε ξέρω, αλλά κρίνω από αυτό που βλέπω και...»
«Δεν έχει καμία σχέση αυτό! Ο καθένας έχει την ιστορία του, γι' αυτό είναι έτσι όπως είναι. Σέβομαι το γεγονός πως είσαι σκύλα γιατί μπορεί να σου έτυχαν πολλά, αλλά δεν θα μου μιλάς εμένα λες και με ξέρεις γιατί μάντεψε ξανά; Δεν ξέρει τίποτα για μένα! Τίποτα!» φώναξα την τελευταία λέξη.
«Εγώ απλά...»
«Έχω και εγώ την δικιά μου ιστορία που με έκανε έτσι. Ή δέξου το ή παράτα με ήσυχο!»
Την διακόπτω και πηγαίνω να βρω τον μικρό. Λογικά θα είναι στο παλιό δωμάτιο της Μπεατρίξ. Ανεβαίνω φουριόζος τις σκάλες. Με εκνεύρισε τόσο πολύ, όμως χαίρομαι που της τα είπα ένα χεράκι. Άντε γιατί πολλά μας τα έκανε το τσόλι! Χτυπάω την πόρτα και μπαίνω μέσα. Ο Λουκ με πλησιάζει και σφίγγουμε τα χέρια. Με κοιτάζει περίεργα, ίσως να άκουσε τι είπα με την αδελφή του. Τον κοιτάζω με τον ίδιο τρόπο. Απλά χαμογελάει και κάθεται στο κρεβάτι.
«Το ξέρω πως με άκουσες που μάλωνα με την...»
«Δεν πειράζει. Καλά της τα είπες. Έπρεπε να καταλάβει πως δεν έχει περάσει μόνο εκείνη δύσκολα και πως δεν μπορεί να κρίνει τους πάντες από το εξωτερικό.» χαμογελάει.
«Λοιπόν μικρέ σε συμπάθησα πολύ!» του ανταποδίδω το χαμόγελο.
«Χαίρομαι. Και εγώ!» κουνάω καταφατικά το κεφάλι μου.
Την υπόλοιπη ώρα την περάσαμε συζητώντας για ταινίες, φαγητό και τέλος για μια κοπέλα που του αρέσει. Από το βλέμμα του καταλάβαινα πως είναι ερωτευμένος. Θυμήθηκα εμένα με την Φαμπιάνα και βούρκωσα. Γύρισα από την άλλη και κοίταξα το πάτωμα. Ευτυχώς δεν κατάλαβε τίποτα. Συνεχίσαμε και εγώ προσπαθούσα να τον συμβουλέψω, όσο μπορούσα. Κατά τις εννιά πήγα να φύγω. Όταν άνοιξα την εξώπορτα να φύγω άκουσα την κοπέλα να με φωνάζει.
«Στάιλς...» είπε και γύρισα να την δω.
«Ναι...»
«Συγγνώμη, είχες δίκιο σε όσα είπες.» τα χέρια της βρίσκονταν σταυρωμένα στο στήθος της. Κούνησα καταφατικά το κεφάλι μου και έφυγα. Εντάξει... αυτό δεν το περίμενα να γίνει!
(ΕΚΑΝΑ ΔΙΠΛΌ UPDATE ΓΙΑΤΊ ΈΧΩ ΌΡΕΞΗ! ΊΣΩΣ ΣΑΣ ΦΑΊΝΕΤΑΙ ΚΆΠΩΣ ΒΑΡΕΤΌ ΕΠΕΙΔΉ ΕΊΝΑΙ ΑΚΌΜΑ Η ΑΡΧΉ ΑΛΛΆ ΘΑ ΦΤΙΆΞΗ ΣΤΗΝ ΠΟΡΕΊΑ. ΕΛΠΊΖΩ ΝΑ ΤΟ ΑΠΟΛΑΎΣΑΤΕ. ΜΗΝ ΞΕΧΝΆΤΕ ΝΑ ΚΆΝΕΤΕ VOTE ΣΤΑ ΚΕΦΆΛΑΙΑ. ΤΑ ΛΈΜΕ ΑΎΡΙΟ ΜΕ ΚΑΙΝΟΎΡΓΙΑ ΠΑΡΤ. ΚΑΛΌ ΑΠΌΓΕΥΜΑ. ΣΑΣ ΑΓΑΠΏ<3)
DU LIEST GERADE
Ο Γείτονας 2: Kill me or Save me!
Fanfiction«Όσο υπάρχουν μυστικά είναι αδύνατο να υπάρξει και εμπιστοσύνη. Όμως... Ισως τελικά ειναι καλύτερα καποια πράγματα να μην μαθαίνονται ποτε...!»