«Δεν ξέρω Τζέμμα, δεν είναι τόσο απλό. Ξέρω πως πέρασες πολλά, όμως αυτό δεν αλλάζει το γεγονός πως και εγώ πέρασα πολλά άσχημα. Οι περισσότερες αναμνήσεις της παιδικής μου ηλικίας είναι στοιχειωμένες από εσένα κι ότι μου έκανες. Με θυμάμαι συνέχεια να κλαίω και να οδύρομαι. Να εύχομαι να μην με είχαν υιοθετήσει ποτέ οι δικοί μας. Απλά δώσε μου λιγάκι χρόνο εντάξει;» την κοιτάζω κατευθείαν στα μάτια.
«Έχεις δίκιο. Εντάξει θα περιμένω.»
Κουνάει καταφατικά το κεφάλι της και σηκώνεται να φύγει. Εκείνη την ώρα μια ριπή ακούγεται και το στόμα της Τζέμμα ανοίγει όπως και τα μάτια της. Μόλις πάει να πιάσει την πλατη της πέφτει κάτω αναίσθητη. Ανταλλάσσω μια γρήγορη ματιά με την Άννα και αμέσως τρέχω κοντά στην αδελφή μου. Ευτυχώς βρίσκω σφυγμό και αμέσως τρέχω να βρω ένα κινητό ώστε να καλέσω ένα ασθενοφόρο. Δεν καταλαβαίνω πως κλαίω μέχρι την στιγμή που ακούω την φωνή μου ατο τηλέφωνο.
[...]
Βρίσκομαι στο νοσοκομείο μαζί με την Άννα και τα παιδιά. Είμαι πάρα πολύ σίγουρος πως για ότι έγινε πριν μερικές ώρες ευθύνεται Μπεν. Αυτός ο μπάσταρδος είναι παντού. Έτσι και πάθει το παραμικρό η αδελφή μου θα τον σκοτώσω με τα ίδια μου τα χέρια και δεν θα νιώσει καθολου άσχημα ή τύψεις. Θα το κάνω με μεγάλη μου χαρά. Βλέπω τον γιατρό να βγαίνει και τρέχω κατά πάνω του. Κάνε Θεέ μου όλα να πάνε καλά.
«Λοιπόν;» ρωτάω.
«Καταφέραμε να αφαιρέσουμε την σφαίρα από το πλευρό της, όμως η κατάσταση τηα παραμένει σοβαρή. Θα σας ενημερώσω για ότι τυχόν προκύψει.» λεει ευγενικά.
«Εντάξιε γιατρέ. Σας ευχαριστώ.»
Κουνάω καταφατικα το κεφάλι μου και πηγαίνω στην τραπεζαρία όπου βρίσκονται τα παιδιά. Μόλις μπω μέσα δυο χέρια τυλίγονται γύρω από τον λαιμό μου. Από το άρωμα και μόνο καταλαβαίνω πως είναι η Άννα. Την παίρνω αγκαλιά και αναστενάζω. Αφού κάτσουμε όλη μαζί η Μπεατρίξ μου φέρνει ένα καφέ.
«Χάρρυ ξέρεις...» ξεκινάει ο Ζοζέφ.
«Το σχέδιο ξεκινάει σήμερα κιόλας. Δεν θα αφήσω αυτόν τον μαλάκα τον Μπεν να πειράξει κάποιον άλλο.» λέει απότομα διακόπτοντάς τον.
«Εντάξει..» απαντάει ο Λουκ. «Παω να κουρευτώ, να κάνω την τρύπα που θέλω και επιστρέφω σπίτι. Θα σε περιμένω εκεί Χάρρυ.» λεει.
«Εντάξει μικρέ. Μπες από την πίσω πόρτα όμως. Σε καμιά ώρα θα είμαι εκεί να σου πω τι θα κάνεις!» απαντάω γρήγορα και εκείνος φεύγει κουνώντας θετικά το κεφάλι του.
«Χάρρυ φοβάμαι...» ακούω την Άννα από πίσω μου. Γυρίζω να την κοιτάξω.
«Μετά από αυτό με την Τζέμμα ίσως ξέρεις και για τον Λουκ. Ίσως το σχέδιο δεν πιάσει. Ίσως...»
«Σσσς, ηρέμησε.» την παίρνω μια σφιχτή αγκαλιά. «Και εγώ μετά από το σημερινό φοβάμαι πως ίσως να μην πετύχει, όμως είναι η μοναδική μας ευκαιρία. Ας μην την χαραμίσουμε για μερικές δεύτερες σκέψεις, εντάξει;» την κοιτάζω στα μάτια.
«Εντάξει.» ξεφυσάει και μου χαρίζει ένα φιλί. Νιώθω πως έχω τόσο πολύ καιρό να νιώσω τα χείλη της πάνω στα δικά μου. Απομακρύνομαι και ακουμπάω το κούτελό μου πάνω στο δικό της.
Λίγα λεπτά βρίσκομαι έξω από το σπίτι μου. Μακάρι να μπορούσα να του φυτέψω μια σφαίρα στο κεφάλι, αλλά θα παω φυλακή και δεν το αξίζει ο μαλάκας. Μπαίνω μέσα και βλέπω την πλάτη του Λουκ. Μόλις γυρίσει μένω με το στόμα ανοιχτό. Έχει κόψει τα μαλλιά του αγορέ, έχει κάνει τρύπα κάτω από το χείλος του στο οποίο έχει βάλει ένα μαύρο κρίκο. Ανοιγοκλείνω τα μάτια μου δυο-τρεις φορές για να συνειδητοποιήσω τι βλέπω μπροστά μου.
«Σοκαρίστηκες έτσι;» ρωτάει χαμογελώντας.
«Αρκετά» κάθομαι στην καρέκλα.
«Ήθελα καιρό να τα κάνω αυτά που βλέπεις, απλά περίμενα την κατάλληλη στιγμή. Ήρθε λοιπόν!» χαμογελάει και κάθεται δίπλα μου
«Λοιπόν άκου τι θα κάνεις... επειδή δεν έχουμε πολύ χρόνο θα πας στο μπαρ που είναι εδώ πιο κάτω και θα το παίζεις κακόμοιρος. Πρέπει να φαίνεται σαν να μην έχεις πλέον λόγο ύπαρξης, σαν να έχεις χάσει τα πάντα και απλά ζεις για να μην στερήσεις την ζωή σου από τους ανθρώπους που σε αγαπούν. Να φαίνεσαι χάλια, απογοητευμένος, κατεστραμμένος και μόνος. Θα σε δει, θα σε παρατηρήσει, θα σε παρακολουθήσει, θα μάθει για σένα και τότε θα σε πλησιάσει. Γι' αυτό δεν θα βρεθούμε καθόλου και δεν θα μιλάμε στο τηλέφωνο. Θα χάσουμε κάθε επαφή, γιατί θα βρει ακόμα και με ποιους μιλάς. Έχω είδη βρει ένα σπίτι που θα μπορούσες να μείνεις, απλά θέλω το δικό σου οκει. Μπορείς να το κάνεις;» τον καρφώνω με το βλέμμα μου. Σηκώνει το κεφάλι και με κοιτάζει. Ένα πονηρό χαμόγελο εμφανίζεται στα χείλη του.
«Είμαστε εντάξει. Ξεκινάω σήμερα, απλά δώσε μου το καινούργιο μου κινητό και τα κλειδιά του σπιτιού.» απλώνει το χέρι του.
«Εντάξει... ορίστε!» του τα δίνω, καθώς και μερικά λεφτά. «Θα σου στέλνω λεφτά κάθε δεύτερη μέρα.» λέω και κουνάει θετικά το κεφάλι του. Σηκώνεται και γυρίζει να φύγει.
«Χάρρυ» σηκώνω το κεφάλι και τον κοιτάζω. «Δεν θα σε απογοητεύσω.» τον ακούω να λέει. Κουνάω καταφατικά το κεφάλι μου και ύστερα από λίγο ακούω την πόρτα να χτυπάει. Ελπίζω όλα να πάνε καλά...
ΟΡΙΣΤΕ ΤΟ ΠΑΡΤ. ΣΥΓΝΩΜΗ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΒΑΛΑ ΧΤΕΣ ΑΛΛΑ ΗΜΟΥΝ ΧΑΛΙΑ. ΕΛΠΙΖΩ ΝΑ ΣΑΣ ΑΡΕΣΕΙ. ΜΗΝ ΞΕΧΝΑΤΕ ΝΑ ΚΑΝΕΤΕ VOTE (🌟) ΣΤΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ. SEE YA<3
YOU ARE READING
Ο Γείτονας 2: Kill me or Save me!
Fanfiction«Όσο υπάρχουν μυστικά είναι αδύνατο να υπάρξει και εμπιστοσύνη. Όμως... Ισως τελικά ειναι καλύτερα καποια πράγματα να μην μαθαίνονται ποτε...!»