[Κεφάλαιο 9ο]
Έφτασε η Πέμπτη και όλα κυλάνε ήρεμα. Με τον Λουκ βγήκαμε δυο φορές και περάσαμε υπέροχα. Τον γνώρισα και στην παρέα και τον καλωσόρισαν. Παρόλο που είναι 16 στα 17 και εμείς 20 στα 21, εκτός από την Μπεατρίξ και την Βικτώρια που είναι 19 στα 20, ταίριαξε αμέσως. Δεν είναι ανώριμος και είναι αστείος, σοβαρός όταν πρέπει και γενικά ένα από τα καλύτερα παιδιά που έχω γνωρίσει.
Με την Άννα, όπως έμαθα από τον Λουκ πως λένε την αδελφή του, δεν έχουμε μιλήσει. Δεν με πολύ νοιάζει, μάλλον διάλεξε να με αφήσει ήσυχο. Big deal... σε λίγο θα πάω γυμναστήριο. Αφού ετοιμαστώ, παίρνω την τσάντα μου και ξεκινάω. Στον δρόμο βρίσκω την Άννα, αλλά δεν της μιλάω. Την προσπερνάω, όμως την ακούω που με φωνάζει.
«Χάρρυ...» λέει σχεδόν ψιθυριστά. Από πού ξέρει το... από τον Λουκ λογικά.
«Ναι...»
«Θέλω... εμ... να θέλω...»
«Ναι...» της κάνω νόημα να συνεχίσει.
«Θέλω να κάνουμε μια καινούργια αρχή. Δεν ξεκινήσαμε καλά...» προσπαθεί να χαμογελάσει. Αυτή η κοπέλα δεν παύει να με εκπλήσσει. Δεν το περίμενα αυτό... σηκώνω τα φρύδια μου από έκπληξη.
«Ναι... εντάξει.» περνάω το χέρια από τα μαλλιά μου. Ξαφνικά αγχώθηκα...
«Ωραία...» εκείνη τρίβει το χέρι της. Γιατί είμαστε αγχωμένοι γαμώ;
«Χάρρυ Έντουαρντ Στάιλς, αλλά να με λες Χάρρυ.» χαμογελάω καθώς απλώνω το χέρι μου.
«Φαμπιάνα Χέμινγκς, αλλά να με λες Άννα.» πάει να απλώσει το χέρι της, όμως εγώ ρίχνω το δικό μου.
«Φαμπ... Φαμπιάνα;» ρωτάω σοκαρισμένος. Ξαφνικά ο λαιμός μου έχει στεγνώσει και δεν μπορώ να καταπιώ. Μου κάνει πλάκα ο Θεός...
«Ναι γιατί;» ρωτάει καθώς ενώνει τα φρύδια της.
«Τι... τίποτα. Χα... χάρηκα.» λέω βιαστικά και φεύγω.
Πηγαίνω προς το γυμναστήριο και δάκρυα κυλάνε από τα μάτια μου. Δεν μου συμβαίνει αυτό, όχι δεν γίνεται. Κάποιος μου κάνει μια κακόγουστη πλάκα. Πόσες πιθανότητες είχα να πέσω πάνω σε άλλη Φαμπιάνα; Μια στις εκατό και έπεσα. Δηλαδή έλεος! Μπήκα στο γυμναστήριο και αφού χτύπησα την κάρτα μου, ανέβηκα πάνω που μου είπαν πως το δωμάτιο για το μποξ ήταν άδειο. Μπήκα μέσα και έκλεισα την πόρτα. Όχι ότι κρύβει τίποτα... όλο το δωμάτιο είναι από γυαλί, εκτός από έναν τοίχο που πάνω βρίσκονται τα παράθυρα.
Έβγαλα την μπλούζα μου, έβγαλα τα παπούτσια μου και τις κάλτσες μου, έβαλα τα γάντια μου και άρχισα να χτυπάω με δύναμη τον σάκο. Έκανα γρήγορες και δυνατές κινήσεις με τα χέρια και τα πόδια μου. Μετά από κάποια ώρα που έκανα το ίδιο, είδα πως είχα ιδρώσει. Έκατσα σε μια γωνία... σκούπισα τον ιδρώτα από το πρόσωπό μου και ήπια νερό, όμως τα δάκρυα που τόση ώρα κρατούσα, έκαναν την εμφάνισή τους γρήγορα. Μάζεψα, ντύθηκα και ξεκίνησα για το σπίτι μου.
Στην διαδρομή κοιτούσα το πεζοδρόμιο και σκεφτόμουν... αναπολούσα τις στιγμές μου με την Φαμπιάνα. Είχε περάσει ένας χρόνος από τότε που την έχασα, όμως συνέχιζα να πονάω. Ισχύει αυτό που λένε πως ο πόνος της απώλειας δεν ξεπερνιέται ή ξεχνιέται ποτέ, απλά συνηθίζεται. Αφού μπω στο σπίτι, κάνω ένα κρύο μπάνιο, τρώω ένα τοστ, διαβάζω όσα περισσότερα μπορώ και πέφτω για ύπνο. Αυτή η μέρα απλά φαίνεται τόσο ατελείωτη.
BẠN ĐANG ĐỌC
Ο Γείτονας 2: Kill me or Save me!
Fanfiction«Όσο υπάρχουν μυστικά είναι αδύνατο να υπάρξει και εμπιστοσύνη. Όμως... Ισως τελικά ειναι καλύτερα καποια πράγματα να μην μαθαίνονται ποτε...!»