~Κεφάλαιο 11ο~

557 46 0
                                    

[Κεφάλαιο 11ο]

«Τι θα κάνω Χάρρυ; Δεν… δεν ξέρω τι να πρώτο-νιώσω.»

«Δηλ… δηλαδή;» ο λαιμός μου είχε στεγνώσει.

«Από την μια, είμαι τόσο θυμωμένος μαζί της που θέλω να την βαράω μέχρι να πονέσει όπως πονάω και εγώ τώρα. Από την άλλη, νιώθω προδομένος, γιατί δεν περίμενα να γίνει κάτι τέτοιο από την κοπέλα που μου αρέσει τόσο καιρό. Και το πιο βασικό, ένα γιατί βρίσκεται μέσα στο κεφάλι μου και κάνει σβούρες σαν θυμωμένη μέλισσα που δεν λέει να φύγει…» είχε σταματήσει πλέον να κλαίει.

Άρα, έτσι θα ένιωθε και η Φαμπιάνα μου όταν είχε γίνει κάτι παρόμοιο με εμάς. Ένας πόνος άρχιζε να κάθεται στην καρδιά μου, που μεγαλώνει κάθε δευτερόλεπτο. Εγώ είχα κάνει έτσι την Φαμπιάνα μου και δεν είχα ιδέα. Ένα δάκρυ κυλάει από το μάγουλό μου και ύστερα ένα άλλο. Τα σκουπίζω γρήγορα, όμως γίνονται αντιληπτά από τον Λουκ. Σκατά!

«Χάρρυ… τι έγινε;» ρωτάει ανήσυχα.

«Τι… τίποτα. Όλα καλά…» λέω καθαρίζοντας τον λαιμό μου.

«Πες μου…» το χέρι του ακουμπάει τον ώμο μου.

«Δεν… δεν είναι ώρα τώρα. Δεν μπορώ… ακόμα.» τον κοιτάω στα μάτια.

«Εντάξει…» λέει και κουνάει καταφατικά το κεφάλι του.

Την υπόλοιπη ώρα προσπαθούσα να τον συμβουλέψω, σαν να μην το έχω περάσει. Σαν να ήμουν στην θέση του και καταλαβαίνω γιατί η Φαμπιάνα έκανε ότι έκανε όταν ήμασταν εμείς σε αυτή την θέση. Τον ενημέρωσα για την έξοδο και θα έβγαινε με τα παιδιά. Εγώ πάλι, το ακύρωσα. Δεν είχα όρεξη μετά τα όσα μου είπε ο Λουκ. Αυτός ο πόνος στο στήθος μου δεν έλεγε να φύγει με τίποτα. Ειδικά όταν σκέφτομαι πως ένιωθε έτσι εξαιτίας μου, πονάω ακόμα πιο πολύ. Μα να μην είναι εδώ να της πω πόσο πολύ λυπάμαι. Θα της τα πω αύριο που θα πάω να την βρω στο νεκροταφείο.

Βρίσκομαι στο δωμάτιό μου και αλλάζω, όταν βλέπω από απέναντι την Άννα να αλλάζει. Κλείνω το φως και την παρατηρώ. Είναι είδη ντυμένη και φτιάχνει τα μαλλιά της. Είναι πολύ όμορφη κοπέλα… κουνάω πέρα δώθε το κεφάλι μου να διώξω αυτές τις σκέψεις. Για κάπου ετοιμάζεται… λογικά θα βγει με καμία φίλη της. Απλά φεύγω από το δωμάτιό μου και πηγαίνω κάτω στην κουζίνα. Μόλις βάλω το νερό στην κατσαρόλα να βράσει, γιατί είχα σκοπό να φτιάξω μακαρόνια, ακούω το κουδούνι. Είμαι σίγουρος πως τα παιδιά θα είναι. Θα ήρθαν να με πάρουν με το ζόρι να βγω. Ανοίγω την πόρτα και βλέπω την Άννα. Εντάξει, δεν την περίμενα…

«Συγγνώμη που ήρθα ακάλεστη, απλά… μου είπε ο αδελφός μου τι έγινε και ήθελα να σου κάνω παρέα. Δεν έχω και πολλές φίλες άλλωστε.» κοιτάζει το πάτωμα.

«Ναι, πέρνα.» κάνω στην άκρη για να μπει μέσα. Σηκώνει το κεφάλι της και παρατηρεί τον χώρο.

«Ωραίο σπίτι.» λέει χαμογελώντας.

«Ευχαριστώ… έφτιαχνα μακαρόνια, θες να φας εδώ;»

«Ναι…»

«Πάμε στην κουζίνα;» ρωτάω άβολα τρίβοντας το χέρι μου με τον λαιμό μου.

«Ναι πάμε.» την συνοδεύω και κάθεται στο τραπέζι. «Δεν ήξερα πως μαγειρεύεις.» λέει σχεδόν αμέσως.

«Υπάρχουν πολλά που δεν ξέρεις για μένα, πίστεψέ με.» δεν την κοιτάω φτιάχνω τα μακαρόνια.

«Χμμμ…» παίρνει μια βαθιά ανάσα.

«Σε λίγο θα είναι έτοιμα.» λέω και κουνάει καταφατικά το κεφάλι της. «Να σε ρωτήσω κάτι;» ρωτάω δύσπιστα.

«Πες μου..»

«Τότε που σε είχα δει στο νεκροταφείο με τον Λουκ… για ποιον…»

«Δεν είναι ώρα τώρα!» με διακόπτει απότομα.

Κουνάω καταφατικά το κεφάλι μου και βάζω φαγητό. Δεν είναι έτοιμη να μοιραστεί την ιστορία της μαζί μου, όπως δεν είμαι και εγώ. Δεν μιλάμε πολύ, απλά με πειράζει για την μαγειρική μου. Πρόσεξα πως έχει πολύ ωραίο χαμόγελο και τα χείλια της είναι κόκκινα, που κάνουν αρκετή αντίθεση με το άσπρο δέρμα της. Όπως τρώει, προσέχω πως στους καρπούς της βρίσκονται μερικές ουλές. Ίσως είναι χαρακιές, δεν ξέρω και για κάποιο λόγο… θέλω να μάθω, αλλά θα περιμένω μέχρι να μου πει. Ίσως τελικά και η δικιά της ιστορία να είναι επώδυνοι όπως η δικιά μου. 

Ο Γείτονας 2: Kill me or Save me!Kde žijí příběhy. Začni objevovat