Τα χείλη του στα χείλη μου

8K 415 35
                                    

Η υπόλοιπη ημέρα κοίλησε εξίσου δύσκολα για τον Τζον. Αν και είχε ηρεμήσει από τον πρωινό εφιάλτη κάτι μέσα του τον έτρωγε. Αισθανόταν να πνίγεται και το στομάχι του είχε γίνει κόμπος. Δεν είχε φάει  και ούτε είχε σκοπό. Προσπαθούσε να κρατήσει όσο περισσότερο μπορούσε τα μάτια του ανοιχτά, γιατί δεν ήταν ακόμα έτοιμος να περάσει μια βραδιά μαζί της. Αυτό που τον κρατούσε πίσω δεν ήταν το παρελθόν τους, αλλά το μωρό. Δεν είχε συνηθίσει ακόμα στην ιδέα ενός παιδιού. Αν και όταν την παντρεύτηκε το θεώρησε λογικό ότι κάποια στιγμή θα γινόταν, αλλά τώρα που συνέβαινε αυτό το γεγονός τον τρόμαζε. 

Από την άλλη η Λίζα βρισκόταν πάνω στο σαλόνι. Είχε ξαπλώσει στον καναπέ σκεπασμένη με μία μάλλινη κουβέρτα και έβλεπε τηλεόραση. Είχε πάει δέκα το βράδυ και εκείνος δεν είχε εμφανιστεί ακόμα. Το είχε βάλει πείσμα, ότι θα κάτσει να τον περιμένει. Βέβαια αν περίμενε κι άλλο ίσως να τσακωνόντουσαν για ακόμα μια φορά, όμως αυτό δεν την πτωούσε. 

Η ώρα περνούσε και τα μάτια της είχαν αρχίσει να κλείνουν. Χωρίς να το θέλει της είχε βγει η κούραση όλης της ημέρας, άσχετα αν δεν είχε κάνει πολλά πράγματα. Έγιρε το κεφάλι της πάνω στο μεγάλο μαξιλάρι του καναπέ και χαλάρωσε, αγήνοντας την να την πάρει ένας ελαφρός ύπνος.

Της φάνηκε λίγος ο χρόνος που είχε κοιμηθεί, όταν δύο χέρια την σήκωσα και την μετακίνησαν, αναγκάζοντας την να αποκοπεί από τα όνειρα της, αλλά στην πραγματικότητα και όχι στον κόσμο τβν ονείρων είχαν περάσει τρεις ώρες. 

<Λίζα σηκω σε παρακαλώ να σε  πάω στην κρεβατοκάμαρα> Είπε χαμηλόφωνα ο Τζον και την τράβηξε ελαφρά από τα χέρια για να σηκωθεί από τον καναπέ.

<Άσε με να κοιμηθώ εδώ> Του απάντησα και πήγα να γυρίσω από την άλλη πλευρά, όμως τα χέρια του με τράνταξαν ελαφρά.

<Σήκω να πάμε μέσα. Έλα> Άκουσα για ακόμα μία φορά την φωνή του και χωρίς να θέλω να χάσω τον ύπνο μου έσφιξα τα χέρια του και έβαλα δύναμη να σηκωθώ.

Μόλις σηκώθηκα με άφησε. Πήρε την κουβέρτα από τον καναπέ την άπλωσε πάνω μου και μετά με ξανα έπιασε οδηγόντας με προς το δωμάτιο του και αφήνοντας την μισή κουβέρτα να σέρνεται στο πάτωμα. 

<Θέλω να μου φέρεις ένα μαξιλάρι για να μπορέσω να βολευτώ> Του είπα και πήγα να ξαπλώσω αλλά με τράβηξε και με έβαλε να καθίσω στην άκρη του κρεβατιού. 

<Δώσε μου μισό λεπτό να αλλάξω και θα σου δείξω πως θα κοιμηθείς> Είπε και ξεκίνησε να ξεντύνεται μπροστά μου όσο πιο γρήγορα μπορούσε. 

Κάνε με δική σου!Où les histoires vivent. Découvrez maintenant