-Ελένα.....Ελένα; Ξύπνα, είναι ώρα.
Η Ελένα άνοιξε τα μάτια της και κοίταξε γύρω της έκπληκτη ξέροντας πως κάπου είχε ξαναδεί το δωμάτιο που βρισκόταν, η φωνή φαινόταν γνώριμη, τα σεντόνια είχαν την μυρωδιά της και όλα τα παλιά ξύλινα έπιπλα της έλεγαν με μια φωνή ότι βρισκόταν ξανά στο πατρικό της στην Ιταλία, ο αέρος φυσούσε ελαφρά την πόρτα και μια σκιά φαινόταν να περπατάει στο διάδρομο, η Ελένα ανασηκώθηκε από το κρεβάτι της και περπάτησε κοντά στον ήχο που προκαλούσε ο διάδρομος, άνοιξε την πόρτα μα η σκιά χάθηκε. Κοίταξε δεξιά και αριστερά και στο τέλος του είδε έναν άνθρωπο να κατευθύνεται κάτω στις σκάλες λέγοντας της:
-Άντε υπναρού κατέβα!
Με ένα πρόσχαρο χαμόγελο, έτσι είχε μάθει να την αποκαλεί μόνο ο πατέρας της και κατεβαίνοντας κάτω διστακτικά κατευθύνθηκε προς τη μεγάλη τραπεζαρία του σαλονιού, πάνω της βρίσκοταν φρεσκοψημένες βάφλες με μαρμελάδα φράουλα και η μυρωδιά τους της απέσπασε για λίγο την προσοχή θυμίζοντας της για λίγο, τα παιδικά της χρόνια. Έκατσε σε μια από τις καρέκλες και περίμενε ανυπόμονα κάποιον να εμφανιστεί για να μπορέσει να καταλάβει τι συμβαίνει. Πως βρέθηκε εδώ; Πως σώθηκε από τον πνιγμό της; Είναι ο Ryan τελικά ζωντανός; Όλες αυτές οι ερωτήσεις βασάνιζαν το μυαλό της μέχρι που η πόρτα πίσω της άνοιξε και είδα ξανά σαν ήταν η πρώτη φορά τον...
-Πατέρα;!
-Καλημέρα Ελένα, τι έπαθες κορίτσι μου; Κάνεις σαν να με βλέπεις για πρώτη φορά.
-Όχι.....δεν είναι αυτό απλά....που βρισκόμαστε;
-Στο σπίτι μας Ελένα, στην Ιταλία.
-Πως καταλήξαμε εδώ;
-Ελένα πάλι εφιάλτη είδες; Τι εννοείς; Πάντα εδώ μέναμε.
-Μα...έχω τόσα χρόνια να έρθω εδώ!
-Α περίμενε, Ιζαμπέλα!
-Ποια είναι η Ιζαμπέλα, η.....;
-Η μητέρα σου φυσικά!
-Τι θες να πεις!; Είναι η μητέρα μου εδώ;!
-Μα κοίτα! Έρχεται!
Η Ελένα γυρνάει το βλέμμα της αναστατωμένα και ανοίγοντας ξανά η πόρτα αυτήν την φορά τα μάτια της βουρκώνουν καθώς αντικρίζει ξανά την φιγούρα που στοιχειώνε τα παιδικά της χρόνια γιατί έφυγε και δεν μπόρεσε να την αποχαιρετήσει ποτέ, την κοίταξε καθώς περπατούσε με το επιβλητικό της ύφος και το όμορφο της φουστάνι με την ιταλική φινέτσα, όπως συνήθιζε να φοράει, να κατευθύνεται προς την τραπεζαρία και να παίρνει μια θέση δίπλα τους, σηκώθηκε να την αγκαλιάσει συγκινημένη αλλά εκείνη βάζοντας το χέρι μπροστά της έμοιαζε σαν είχε δημιουργήσει ένα αόρατο τοίχο αποτρέποντας την να την πλησιάσει.

أنت تقرأ
Παράνομη αθωότητα
عاطفية«Το είπες; «Σαγαπω», είπες «Είσαι όλη μου η ζωή»; Πρόλαβες να δώσεις ένα τελευταίο φιλί; Πρόλαβες να αγγίξεις τον έρωτα για τελευταία φορά και να τον σφίξεις στον σώμα σου; Βρες τα λόγια, κανε τις λέξεις πράξεις και απλά ζήσε γιατί ίσως αύριο...