Κεφάλαιο 34 «Ακόμα δεν ξέρω το όνομά μου»

9 2 1
                                    

Το νερό ήταν ζεστό στο βάθος καθώς το χτυπούσαν οι ακτίνες του ηλίου. Αυτές οι μικρές άσπρες δεσμίδες φωτός της θύμιζαν ότι έπρεπε να ξανά ανοίξει τα μάτια της και να κουνήσει τα χέρια της για να αγγίξει τον ουρανό, ζωγραφισμένο στην επιφάνεια της θάλασσας. Ακούμπησε το δάχτυλο της στην άκρη του και ύστερα το άφησε να αγγίξει τα μικροσκοπικά σύννεφα του, βουτηγμένα στα άγρια κύμματα της θάλασσας. Έτσι φαινόταν ο ουρανός κάτω από το νερό ενώ πνιγόταν, ενώ πάλευε να βγει ζωντανή από τα ρεύματα που την παρέσυραν ακόμα πιο βαθιά, τόσο κοντά της, τόσο κοντά στην πραγματικότητα. Δίνοντας ώθηση σε όλο το κορμί της κατάφερε και βγήκε έξω, ξεκλέβοντας την ανάσα της από τον αέρα, φορώντας μέσα της την ζωή για άλλη μια φορά αλλά ο Ryan δεν ήταν εκεί. Ίσως έφταιγε το φως, ίσως έφταιγε το κρύο που αποσπούσε τις σκέψεις της, ίσως έφταιγε το απέραντο του ορίζοντα που τα έκανε όλα δυσδιάκριτα στο πέρασμα του αλλά δεν μπορούσε να τον βρει, όσο και αν είχε πανικοβληθεί δεν μπορούσε να αλλάξει το γεγονός ότι είχε χαθεί από το πεδίο όρασης της και οι τύψεις είχαν ήδη αρχίσει να της χτυπάνε την πόρτα, εκείνη ήταν που τον έσπρωξε μέσα στο νερό, εκείνη ήταν που δεν μπορούσε να δεχθεί ότι ο Ryan έφυγε και δεν θα ήταν ποτέ ο ίδιος ξανά και εκείνη θα ήταν που θα έφερνε τα πάνω κάτω.....για να βάλει ξανά την λέξη στο μυαλό του «έρωτας».

Βγαίνοντας έξω στην στεριά το σώμα της τραβούσε τα χαλίκια και τα μικρά χορτάρια προς το μέρους του για να κινηθεί αργά και να μπορέσει να την κάνει να σταθεί στα πόδια της ξανά. Πιάστηκε από τον κορμό ενός δέντρου και ύστερα κοιτώντας τον γκρεμό από τον οποίο έπεσαν είδε το φως του φάρου να ανάβει και να ψάχνει με το άγρυπνο βλέμμα του κάθε σπιθαμή της θάλασσας για να τους εντοπίσει. Ελπίζοντας ότι ο Ryan δεν θα βρισκόταν στον πάτο της, έστρεψε το κεφάλι της προς την δασώδη έκταση και κατευθύνθηκε μέσα της. Προχωρώντας ακόμα πια βαθιά στο δάσος άρχισε να φωνάζει τον Ryan με την ελπίδα ότι θα ανταποκριθεί στο κάλεσμα της αλλά εκείνος παρέμενε άφαντος. Κάποια στιγμή ένα περίεργο άσπρο φως μπήκε ξανά μέσα στα μάτια της και την καθήλωσε για λίγα δευτερόλεπτα αλλά δεν ήταν αυτή την φορά από τις ακτίνες του ηλίου, ήταν τα φώτα ενός ελικοπτέρου που ήδη την είχε εντοπίσει και έστελνε τους άντρες με τα μαύρα μαζί με εκπαιδευμένα σκυλιά να την πιάσουν.

Άρχισε να τρέχει τρομαγμένη μέσα στο ορμητικό ποτάμι μπροστά της και βουτώντας μέσα έβαλε δύναμη με τα χέρια της για να περάσει στην άλλη άκρη χωρίς να την παρασύρει με το ορμητικό πέρασμα του. Κάποια στιγμή έχασε την ισορροπία της αλλά βρισκόμενη κοντά στην άλλη πλευρά κρατήθηκε από τα χορτάρια σφικτά ξεριζώνοντας τα από την πίεση αλλά καταφέρνοντας να ανεβεί και να αρχίσει να τρέχει ξανά ξέροντας πως δεν θα τα παρατούσαν τόσο εύκολα. Σερνόταν κάτω από πεσμένους κορμούς, περνούσε μέσα από αιχμηρά κλαδιά που έσκιζαν τα δέρμα της, πηδούσε πάνω στα υψώματα, σκόνταφτε στις πέτρες και ξανά σηκωνόταν μα ακόμα και αυτό δεν ήταν αρκετό για να αποτρέψει ένα αγριεμένο σκυλί να την φτάσει και να της επιτεθεί ρίχνοντας της στο έδαφος. Έβαλε τα χέρια της μπροστά από το πρόσωπο της για να το εμποδίσει από το να την κομματιάσει αλλά εκείνο της δάγκωσε την παλάμη σφικτά και δεν θα την άφηνε αν δεν είχε αρπάξει μια πέτρα χτυπώντας το στο σώμα και κάνοντας το να απομακρυνθεί. Πιστεύοντας πως είχε γλιτώσει γύρισε να φύγει μα εκείνο ξαναγύρισε ακόμα πιο αγριεμένο και αυτήν την φορά τα λάθη δεν θα συγχωρούνταν. Έκοψε ένα κλαδί και την ώρα που όρμησε κατά πάνω της το κάρφωσε στο κεφάλι, τραυματίζοντας το σοβαρά και κάνοντας το αυτή την φορά να απομακρυνθεί οριστικά. Ανεβαίνοντας ένα μικρό ύψωμα πατώντας πάνω στις πέτρες το βλέμμα της έπεσε πάνω σε μια μικρή αναμμένη φωτιά στο βάθος. Το μονοπάτι μέχρι εκεί ήταν καλυμμένο με αίμα και φτάνοντας διστακτικά βρήκε έναν πληγωμένο Ryan να προσπαθεί να σταθεί όρθιος και να αποτυγχάνει ξανά και ξανά.

Παράνομη αθωότηταDonde viven las historias. Descúbrelo ahora