Κεφάλαιο 42 «Άσε με να φύγω»

11 1 0
                                    

Ο ήλιος άρχισε να δύει αργά πάνω από την πόλη, το πορτοκαλί χρώμα του ηλιοβασιλέματος έλαμπε πάνω στο πλατύ τζαμί του τρένου και στο τελευταίο βαγόνι η Ελένα φορώντας ένα κατακόκκινο φόρεμα καθόταν μέσα στην αγκαλιά του Ryan νιώθοντας για πρώτη φορά ζεστασιά και ασφάλεια, περίμεναν το τρένο να φτάσει στο τέλος της διαδρομής χωρίς να ξέρουν το προορισμό, δεν υπηρχε ούτε τέλος ούτε αρχή σε αυτό το ατελείωτο ταξίδι και κοιτώντας τον μέσα από τα καταπράσινα μάτια του απάντησε με μια απαλή φωνή σαν ρευστή καραμέλα στην ερώτηση του.

-Που βρισκόμαστε;

-Είμαστε μέσα στο μυαλό σου, όλα είναι τόσο όμορφα εδώ μέσα, για πρώτη φορά δεν υπάρχει σκοτάδι γύρω μας.

-Είναι επειδή είσαι εσυ εδώ.

-Ryan...ήρθε η ώρα να με αφήσεις να φύγω.

-Ελένα τι λες;

-Δεν μπορούμε να κρυβόμαστε μέσα σε ένα όνειρο Ryan, κοίταξε γύρω σου, ότι και αν ακουμπήσεις θα ξεθωριάσει, δεν μπορούμε να ζούμε σαν δυο σκιές πλέον, σε αγάπησα, σε αγαπώ και θα το κάνω για πάντα, αυτό το όνειρο είναι φτιαγμένο για εμένα, για εσένα αλλά όχι για τους δυο μας, μην προσπαθείς να αλλάξεις την μοίρα ξανά, πες μου αντίο.

-Ελένα σε παρακαλώ μη...

-Σσσσς...απλά κλείσε τα μάτια σου και μέτρα αργά...1...2...3

Και καθώς η φωνή της απομακρύνονταν αργά από τα αυτιά του, άνοιξε τα μάτια του, βλέποντας την να κατευθύνεται προς το φως του βαγονιού. Ταραγμένος, μη υπακούοντας σε κανένα όρκο σηκώθηκε όρθιος και τότε το φως άρχισε να μαυρίζει, η Ελένα απλώνοντας ένα χαμόγελο στο πρόσωπο της γύρισε το κεφάλι αργά και με το φόρεμα να μπλέκεται μέσα στον κρύο αέρα της πόλης άρχισε να τρέχει προς το τέλος της διαδρομής. Τα μαλλιά της σαν άγρια θηρία έγδερναν το πρόσωπο της και την ώρα που ο Ryan αφήνοντας το χέρι του από την ασημένια κολώνα του καθίσματος φώναξε:

-ΕΛΕΝΑ ΟΧΙ.

Τα φώτα άρχισαν να τρεμοπαίζουν, το βαγόνι άρχισε να κινείται μανιωδώς, τα πάντα έσβησαν στον ορίζοντα και μόλις άνοιξε ξανά τα μάτια του από τον τρόμο είδε την Ελένα να στέκεται μπροστά του με τα δάκρυα της πεσμένα στα απαλό πρόσωπο της. Τα χέρια της έσταζαν αίμα και λέγοντας με τις λιγοστές δυνάμεις που της είχαν απομείνει:

-Γιατί;!

Έπεσε στο έδαφος απογοητευμένη.

Κοίταξε τα χέρια του και είχαν γεμίσει κόκκινα σημάδια, έτρεξε να την προλάβει αλλα η πόρτα έκλεισε με φόρα μπροστά απο τα μάτια του και με τις κραυγές να ηχούν σε κάθε λυγισμένο σίδερο του τρένου τα έκλεισε και το όνειρο χάθηκε μέσα απο τα ματωμένα χέρια του. Μόλις τα άνοιξε ξανά ακούγοντας ένα απαλό χαμόγελο να χαϊδεύει τα αυτιά του, τα πάντα είχαν σκοτεινιάσει γύρω του. Ένα παράθυρο στο βάθος που ανοιγόκλεινε όλο και πιο γρήγορα άφηνε μια λευκή δεσμίδα φωτός να εισχωρήσει στις κόρες του και με το γλυκόπικρο άγγιγμα της Ελένα γύρισε το κεφάλι του μιλώντας διστακτικά:

Παράνομη αθωότηταOnde histórias criam vida. Descubra agora