Η Δανάη βημάτισε προς την έξοδο, αδιαφορώντας για τα λόγια του. Όλοι τα ίδια έλεγαν, σαν καλοί παπαγάλοι που ήταν, και μόλις έβλεπαν τα σκούρα έφευγαν – δίχως να ενημερώσουν– και δεν επέστρεφαν ποτέ πίσω. Βέβαια, με αυτόν θα ήταν αλλιώς. Βγήκε από το γραφείο της και οι τέσσερις υποψήφιοι που περίμεναν τη σειρά τους πετάχτηκαν στον αέρα. Με μια γρήγορη ματιά δεν είδε τίποτα το ενδιαφέρον. Χαλαρές γραβάτες, τσαλακωμένα ρούχα και ιδρωμένα από την αγωνιά κορμιά. Όχι πως αυτό θα άλλαζε την επιλογή της.
Σταμάτησε μπροστά στο γραφείο της γραμματέως της.
«Νάντια, δώσε μου σε παρακαλώ το στικάκι με τη διαφήμιση των ζυμαρικών Μύλος και δάνεισε στον κύριο Νικολάου ένα ντοσιέ και ένα στυλό», την πρόσταξε και γύρισε στους άνδρες που την περίμεναν υπομονετικά: «Λυπάμαι, κύριοι. Προς το παρόν ο κύριος Νικολάου θα είναι δοκιμαστικά ο βοηθός μου. Αν δε βρείτε κάτι καλύτερο, θα σας περιμένω ξανά σε δύο μήνες». Τους ενημέρωσε με τη δυσαρέσκεια να ζωγραφίζεται στα πρόσωπά τους όσο η Νάντια έδινε το στυλό και το ντοσιέ στον Αργύρη.
Ο φιλόδοξος άνδρας τα πήρε στα χέρια και το πρόσωπό του στολίστηκε από ένα θριαμβευτικό χαμόγελο που έφτασε ως τ' αφτιά του. Μπορεί να ήταν τρομερά δύσκολη η δουλειά που ανέλαβε, όμως βαθιά μέσα του πίστευε πως θα την έφερνε εις πέρας κι ας έτρωγε τα μούτρα του, αφού αργά ή γρήγορα ο πραγματικός σκοπός και η αληθινή του ταυτότητα θα αποκαλύπτονταν μιας και η εργοδότριά του ήταν μια πανέξυπνη γυναίκα που δεν της ξέφευγε απολύτως τίποτα. Ήταν σίγουρος γι' αυτό. Όχι μόνο γιατί είχε ακούσει τα καλύτερα γι' αυτήν, αλλά γιατί είδε καθάρια στο σμαραγδένιο βλέμμα της πως ήταν διαόλου κάλτσα.
Μπήκαν στον ανελκυστήρα και, δίχως να κοιταχτεί στον καθρέφτη, γύρισε την πλάτη της και τη στερέωσε πάνω του. «Έχεις έρθει με όχημα;» τον ρώτησε. Ήταν ένα κεφάλι πιο ψηλός από εκείνη, πελώριος και αμετακίνητος σαν ντουλάπα. Την έκρυβε καλά με το ογκώδες σώμα του και γύρισε λιγάκι πίσω για να ρίξει ένα βλέμμα στον πισινό του – τουρλωτός και έτοιμος για ζούληγμα. Αυτή τη φορά η Δανάη Παπαϊωάννου θα εκμεταλλευόταν όλες τις αρετές του νέου της βοηθού που, απ' ότι φαινόταν, τις είχε πλούσιες.
«Όχι. Με το μετρό μετακινούμαι», της έριξε ένα αμήχανο μειδίαμα. Όντως έκοψε τον πισινό του ή η φαντασία του τού έπαιζε βρόμικα παιχνίδια;
«Καλύτερα. Άλλωστε δε θα το χρειαζόσουν. Οδηγείς;» συνέχισε να ρωτά και μόλις οι πόρτες άνοιξαν έβγαλε το παλτό της και του το έδωσε. Περπατούσε γρήγορα παρά τις δωδεκάποντες, στιλέτο γόβες της, με τον δικό της πισινό να κουνιέται και να του μιλά επίσης βρόμικα και προκλητικά.
Χα! Δεν ήταν η ιδέα μου, συλλογίστηκε και έτρεξε ξοπίσω της, σαν πιστό σκυλάκι, λέγοντας: «Δε μου αρέσει να οδηγώ. Προτιμώ να με οδηγούν».
«Αυτό δε μου είναι χρήσιμο. Αν θες να πετύχεις τον στόχο σου, θα πρέπει να είσαι έτοιμος για όλα», του απάντησε καθώς του πέταξε τα κλειδιά του εντυπωσιακού και ογκώδους τζιπ, και τον περίμενε με τη γόβα της να χτυπά ρυθμικά μπροστά από την πόρτα του συνοδηγού. Αν ήθελε να την κάνει να τον κρατήσει έπρεπε να δώσει το εκατό τις εκατό του εαυτού του, αλλιώς –όσο γοητευτικός κι αν ήταν– θα πήγαινε όπου πήγαιναν και οι άλλοι. Στο λογιστήριο.
Ο Αργύρης ξεκλείδωσε το τζιπ, της άνοιξε την πόρτα και μόλις την είδε να κάθεται αναπαυτικά, την έκλεισε και έκανε τον κύκλο του παίρνοντας τη θέση του οδηγού. Πήρε μια βαθιά ανάσα να χαλαρώσει, καθώς είχε περίπου δέκα χρόνια να οδηγήσει, και έβαλε μπρος τη μηχανή. «Πού πάμε, δεσποινίς Παπαϊωάννου;» τη ρώτησε.
«Στο Κορωπί» απάντησε ανοίγοντας το ντουλαπάκι και βγάζοντας το νεσεσέρ με τα καλλυντικά της, για να βάλει λίγο ρουζ στα έντονα μήλα της και μια στρώση μάσκαρα στις βλεφαρίδες, κάνοντας το βλέμμα της πιο έντονο. Έβγαλε τις γόβες της και ανέβασε τα πόδια της στο ταμπλό. Τα νύχια της ήταν βαμμένα κόκκινα, όπως και αυτά των χεριών της, ενώ το δέρμα της έμοιαζε μεταξένιο και –παρά το κρύο του Γενάρη– δε φορούσε καλσόν.
«Μάλιστα», αποκρίθηκε βγάζοντας από την τσέπη του το κινητό του, για να ενεργοποιήσει το gps. «Σε ποιο σημείο;»
«Πες μου ότι δεν ξέρεις να πας στο Κορωπί!» τον κοίταξε συνοφρυωμένη και χαμογέλασε από την όψη του° σε κάτι τέτοιες στιγμές το πρόσωπό του έπαιρνε μια γλυκιά αφέλεια και, καθώς έφτιαχνε συνεχόμενα τα γυαλιά στη μύτη του, κατάλαβε πως ήταν αγχωμένος. «Έλα στη θέση μου», τον διέταξε βάζοντας και πάλι τις γόβες της.
YOU ARE READING
Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΤΗΣ ΗΔΟΝΗΣ
RomanceΗ Δανάη Παπαϊωάννου είναι μια δυναμική γυναίκα, που έχει δύο ασίγαστα πάθη° τη δουλειά της και τα ερωτικά παιχνίδια. Όσο κι αν προσπαθεί να τα συνδυάσει, ο ελεύθερος χρόνος της είναι πολύ περιορισμένος. Όταν την εταιρεία της επισκέπτεται ο Αργύρης Ν...