♥7

117 10 9
                                    

Μες στον ύπνο της ένιωσε μια ζεστασιά να την τυλίγει. Ένα καυτό σώμα να ψαχουλεύει το δικό της. Χέρια να εισβάλλουν κάτω από τα σκεπάσματα και να χαϊδεύουν τα σκέλια της, που ήταν ακόμη μούσκεμα στα υγρά της. Η λεκάνη της κουνήθηκε από μόνη της θαρρείς ικετεύοντας τον εισβολέα να συνεχίσει να τη φροντίζει, και ένας αναστεναγμός βγήκε από το στόμα της ψελλίζοντας τ' όνομά του. «Γκάμπριελ!»

Η σκληρή του στύση κόλλησε στα οπίσθιά της και, ενώ η λεκάνη της κουνιόταν ακόμη, την αισθάνθηκε να πάλλεται από την κάψα της° την ίδια κάψα που την είχε κατακλίσει και την είχε κάνει να χάσει τον έλεγχο καθώς στον ύπνο της φαντασιωνόταν τον βοηθό της. Στιγμή δεν πέρασε από το νου της πως ο άνδρας που την πασπάτευε ήταν ο ορκισμένος εχθρός της. Η ανάσα του έκαιγε τον λαιμό της. Το χέρι της απλώθηκε προς τα πίσω και φυλάκισε τον ανδρισμό του στη χούφτα της. Τον έπαιξε και τον ικέτεψε να τον βυθίσει μέσα της.

«Πάρε με, Γκάμπριελ!»

Η κλειτορίδα της χτυπούσε λυσσασμένα – ήταν κοντά, πολύ κοντά στο να του δώσει απλόχερα τον οργασμό της. Και το έκανε, του τον έδωσε μόλις εκείνος μπήκε βίαια μέσα της.

Ήταν σκληρός, μεγάλος και διεκδικητικός. Την κατακτούσε ορμητικά και λυσσασμένα... σφυροκοπούσε βαθιά τον κόλπο της κι έπειτα έβγαινε έξω και διείσδυε ξανά... όλο και πιο δυνατά, όλο και πιο παθιασμένα, τόσο που του χάριζε τον έναν οργασμό μετά τον άλλο με το μυαλό της να χάνεται στο παρελθόν. Να ταξιδεύει σε κάθε τους επαφή. Σε κάθε σ' αγαπώ, σε κάθε σε θέλω. Σε κάθε παλιρροιακό κύμα που κάλυπτε τα ενωμένα σώματά τους βουλιάζοντάς τους σ' έναν πυθμένα έρωτα και ηδονής, από τον οποίο ποτέ τους δεν κατόρθωσαν ν' αναδυθούν κι ας πνίγονταν εξαιτίας της κομμένης τους ανάσας. Ο πολύχρωμος μικρόκοσμός του ήταν τόσο σαγηνευτικός, τόσο μαγικός, που τους εγκλώβιζε για τα καλά στα σπλάχνα του κάνοντάς τους κομμάτι μιας άλλης ζωής.

Για λίγο οι ωθήσεις του έγιναν πιο αργές, σχεδόν ανεπαίσθητες, όμως πολύ γρήγορα δυνάμωσαν πάλι. Το χέρι του διπλώθηκε στον ψηλόλιγνο λαιμό της και τη διαπέρασε ξανά και ξανά, σαν ζεματιστή δίκοπη λεπίδα. Ώσπου, με το κορμί του να σφίγγει και να σπαρταράει, άδειασε μέσα της.
Τα δάχτυλά του χαλάρωσαν, το ίδιο και η ανάσα του και ψέλλισε ένα: 

«Σου έλειψα, καυλιάρα μου;»

Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα και σύρθηκε μακριά του τραβώντας τα σκεπάσματα να καλύψει τη γύμνια της.

Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΤΗΣ ΗΔΟΝΗΣWhere stories live. Discover now