♥4

184 11 1
                                    

Η Δανάη μπήκε στο εργοστάσιο ζυμαρικών, βρήκε τον διευθυντή και τον χαιρέτησε θερμά μ' ένα μεγάλο χαμόγελο στα χείλη. Όταν τελείωσαν οι χαιρετισμοί, τον ακολούθησε ως το γραφείο του και του έδωσε το στικάκι με το διαφημιστικό. Εκείνος βολεύτηκε στην πολυθρόνα του, το συνέδεσε με τη μεγάλη οθόνη του υπολογιστή στον τοίχο απέναντί τους και πάτησε το κουμπί αναπαραγωγής.

«Προσέθεσα όσα μου ζήτησες, κύριε Λάσκο», του είπε η Δανάη και το σποτ άρχισε να ξεδιπλώνεται στα μάτια τους.

Ένα αγοράκι έκανε ποδήλατο στα καταπράσινα δρομάκια. Στο καλάθι του είχε μια φρατζόλα ψωμί, κατακόκκινες ντομάτες και δύο πακέτα ζυμαρικών Μύλος. Έκανε πετάλι αμέριμνο και σιγοτραγουδούσε, καθώς περνούσε από τη γειτονιά του. Οι γείτονες τον έβλεπαν και ξεχνούσαν τις έγνοιες, του χαμογελούσαν και συνέχιζαν τις δουλειές τους. Άλλοι καθάριζαν, άλλοι έβαφαν και άλλοι διέσχιζαν τις πόρτες τους, για να τελειώσουν με το συγύρισμα και το μαγείρεμα, μιας και πλησίαζε η ώρα του μεσημεριανού. Το μοτίβο συνεχίστηκε ωσότου ο πιτσιρίκος έφτασε στην αυλή του. Στην διπλανή οικία, ένας ηλικιωμένος καθόταν αγέλαστος και σκυθρωπός σε μια κουνιστή πολυθρόνα. Το αγόρι άφησε το ποδήλατο στο γρασίδι, πήρε από το καλαθάκι τα υλικά και μπήκε τρέχοντας στο σπίτι του. Η αμέσως επόμενη κίνησή του ήταν να σκύψει στο αφτί της μητέρας του, λέγοντάς της ένα μυστικό. Εκείνη ενθουσιάστηκε και άρχισε να μαγειρεύει, ενώ ο πατέρας του έβγαλε έξω το μεγάλο τους τραπέζι μπροστά από το σπίτι του ηλικιωμένου που μόλις οσμίστηκε το φαγητό κατέφθασε στο στρωμένο πλέον τραπέζι, τρίβοντας τα χέρια και το στομάχι του από την πείνα. Ο μικρός τού έδωσε ένα πιάτο, γεμάτο μακαρόνια με σάλτσα. Χαρούμενος ο ηλικιωμένος, έφαγε μια πιρουνιά και μέσα σε ένα μόλις λεπτό τα τραπέζια των γειτόνων κόλλησαν το έλα δίπλα στο άλλο και κάθε οικογένεια κουβάλησε τη δική της μαγειρική εκδοχή για την τέλεια μακαρονάδα.

«Αλληλεγγύη, οικογένεια, αγάπη και ανεμελιά». Ακούστηκε η φωνή της Δανάης όταν η διαφήμιση έλαβε τέλος.

«Ακριβώς ό,τι ήθελα. Ευχαριστώ, κύρια Παπαϊωάννου».

Ο Λάσκος της έσφιξε το χέρι ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα και ο Αργύρης, που έστεκε στην ανοιχτή πόρτα, παρατηρούσε τα πάντα μ' ένα θερμό μειδίαμα που μαρτυρούσε τον θαυμασμό του για τον επαγγελματισμό και τη δημιουργικότητα της Δανάης Παπαϊωάννου.

«Ήταν όντως υπέροχο, δεσποινίς!» χειροκρότησε σπάζοντας την ησυχία που επικράτησε στον χώρο.

«Ποιος είναι ο κύριος;» ρώτησε ο Λάσκος και πλησίασε τη Δανάη με ενωμένα χείλη, που ίσα που άνοιγαν στη μία μεριά του στόματός του.

«Αυτός είναι ο νέος υποψήφιος βοηθός μου», αναστέναξε και στράφηκε προς το μέρος του. «Σημειώνεις τυχόν αλλαγές που θα ζητήσει ο κύριος Λάσκος και μετά παίρνεις το στικάκι και έρχεσαι έξω να με βρεις. Πάω για τσιγάρο», τον πρόσταξε και γύρισε στον πελάτη της: «Θα τα πούμε ξανά σε λίγες μέρες, κύριε Λάσκο! Ευχαριστούμε πολύ για την προτίμηση και, όταν βγει στην οθόνη, θα ήθελα να μου κάνετε την τιμή να γιορτάσουμε τη συνεργασία μας μ' ένα δείπνο, όπου επιθυμείτε εσείς!» του είπε και του έσφιξε γλυκά και αισθησιακά το χέρι, κοιτώντας τον σταθερά στα μάτια.

«Ναι... ναι, κυρία Παπαϊωάννου μου, ό,τι θέλετε!» απάντησε εκείνος, που εστίασε στα μάτια και μετά στα υπέροχα, μεγάλα στήθη της, αν και ήταν καλυμμένα από το μαύρο ύφασμα.

«Υπέροχα!» του είπε, αφού τον φίλησε σταυρωτά, και εξαφανίστηκε αφήνοντάς τον χαμένο και με το χέρι όρθιο στο ίδιο σημείο.

Ο Αργύρης στερέωσε στον αριστερό του πήχη το σημειωματάριο. Άνοιξε με τα δόντια το στυλό, κουμπώνοντας αμέσως μετά το καπάκι στην κορυφή του, και έγραψε το όνομα του πελάτη. «Λοιπόν, κύριε Λάσκο, είμαι όλος αφτιά», του έδωσε με χαμόγελο τον λόγο.

«Όλα, είναι τέλεια, παλικάρι μου. Όλα, όπως κι αυτή», του απάντησε ο Λάσκος, χαμένος ακόμη στην αύρα της, καθώς ο νεαρός έγραφε κατά γράμμα τη δήλωσή του.

«Οπότε, φαντάζομαι πως ειδικά εμένα δε με χρειάζεστε άλλο», του είπε κλείνοντας στο αριστερό του χέρι το σημειωματάριο και το στυλό.

«Όχι, παλικάρι μου», αναστέναξε. «Να σου κάνω μια ερώτηση σαν άνδρας προς άνδρα;»

«Ελεύθερα».

«Πώς την παλεύεις μαζί της; Σηκωμένος είσαι να φανταστώ όλη την ώρα, έτσι δεν είναι;» τον ρώτησε χτυπώντας φιλικά την πλάτη του.

«Η κατανόησή σας με σκλαβώνει, κύριε Λάσκο. Είστε άνδρας με α κεφάλαιο», του είπε μεταξύ αστείου και σοβαρού.

«Να είσαι καλά, παλικάρι μου, και κουράγιο», τον αγκάλιασε και του έδωσε και μια απαλή φάπα παρηγοριάς.

«Καλή συνέχεια, κύριε», ψέλλισε και κίνησε για την έξοδο.

Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΤΗΣ ΗΔΟΝΗΣWhere stories live. Discover now