*Ορέστης, Γκάμπριελ ή πιο καλή η μοναξιά;*

132 10 1
                                    

Ο Ορέστης την ξάπλωσε στο κρεβάτι της και έγειρε πάνω από το ερεθισμένο σώμα της. Οι θηλές της διαγράφονταν έντονα κάτω από το φόρεμά της. Το πρόσωπό της ολοένα και κοκκίνιζε, ενώ η αναπνοή της ήταν ρηχή και γρήγορη. Το λάγνο βλέμμα της τον παρακαλούσε να μπει μέσα της.

Τα μάτια του κόλλησαν στα μάτια της και το χέρι του τρύπωσε κάτω από το φόρεμα και το εσώρουχό της. Το άγγιγμά του ήταν τρυφερό και κυλούσε σαν φτερό στην ξαναμμένη σάρκα της του αιδοίου της, που έλιωνε στους χυμούς της. Είδε τα βλέφαρά της να κλείνουν αργά, το στόμα της ν' ανοίγει διάπλατα και τα δάχτυλά της να τραβούν την μαξιλαροθήκη, για να μην ουρλιάσει.

Τα κατάξανθα μαλλιά της πετούσαν δεξιά κι αριστερά, έχοντας από ώρα αποδράσει από το λάστιχο που συγκρατούσε την αλογοουρά της, ενώ οι άκρες των ματιών της είχαν μουντζουρωθεί από τη μάσκαρα και το eyeliner που παρασύρθηκαν από τα δάκρυά της. Ήταν πιο όμορφη από ποτέ... μια σέξι και αισθησιακή γυναίκα που ήξερε πώς να κατακτά το θήραμά της και πώς ν' απολαμβάνει τον έρωτα. Όλα τα λάτρευε πάνω της° το καμπυλωτό κορμί, τους ζουμερούς γλουτούς, τα γεμάτα χείλη της. Πάνω απ' όλα όμως λάτρευε να τη βλέπει να σπαρταρά στα χέρια του – τον αιχμαλώτιζε. Πέθαινε να μπει μέσα της αλλά δεν άντεχε στην ιδέα να πατήσει το φρένο. Αντιθέτως, καιγόταν να την πασπατεύει δίχως σταματημό.

«Είσαι ό,τι πιο όμορφο έχω δει στη ζωή μου». Εξομολογήθηκε καθώς τα δάχτυλά του έπαιρναν φωτιά μες στον υγρό της κόλπο.

Αυτό το ήξερε, δεν είχε κανέναν ανάγκη να της το επιβεβαιώσει. Ήξερε ποια ήταν και τι προκαλούσε και όλα αυτά φούντωναν την αλαζονεία και την απληστία της σε τέτοιο βαθμό που όλες της οι αισθήσεις γίνονταν ισχυρότερες. Μια πύρινη λαίλαπα, έτοιμη να κατακάψει ό,τι βρισκόταν ολόγυρά της.

«Δε μου φτάνει» κλαψούρισε, «δεν αντέχω την αναμονή».

Η μέση της ανυψώθηκε και η σάρκα της φλογίστηκε στη φωτιά που κύκλωνε την υπάρξή της έτσι όπως τον έβλεπε, υποταγμένο στις επιθυμίες της και αιχμάλωτο στην αψεγάδιαστη μορφή της. Ήταν μια μαριονέτα στα χέρια της, που την έπαιζε όπως λαχταρούσε.

Έβγαλε βιαστικά το φόρεμά της και το γκρι σακάκι του. Έσκισε σχεδόν το λευκό πουκάμισό του και, με μια κίνηση, τράβηξε τη γραβάτα από τον λαιμό του. Ένα υπέροχο κορμί εμφανίστηκε μπροστά της. Άγγιξε απαλά το στέρνο του και το χέρι της κατηφόρισε στους κοιλιακούς του κι από κει στο παντελόνι του, που του το άνοιξε και απελευθέρωσε το πέος του. Το έπαιξε στα χέρια της. Η ανάσα της κόπηκε μόλις τον είδε να κλείνει τα μάτια από ευχαρίστηση – από την ίδια ευχαρίστηση που βίωσε κι εκείνη πριν από λίγο, λες και η ηδονή του την πότισε μ' ένα ελιξίριο που είχε την ιδιότητα να ενισχύει τη λαγνεία και την απληστία της, μαγεύοντάς τον όλο και πιο πολύ.

Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΤΗΣ ΗΔΟΝΗΣWhere stories live. Discover now