♥5

100 9 2
                                    

Ο Γκάμπριελ την έκλεισε στην αγκαλιά του και την έσφιξε πάνω του. Εκείνη την ώρα ένιωσε πως τα λόγια ανάμεσά τους ήταν περιττά. Το σώμα της είχε αφεθεί στα χέρια του και οι λυγμοί της όλο και αυξάνονταν, ενώ πού και πού ρουθούνιζε και έτριβε το πρόσωπό της στο στέρνο του. Μα έπρεπε κάτι να της πει. Όχι για να δικαιολογηθεί για την προηγούμενη συμπεριφορά του, αλλά γιατί αυτό που έκανε ήταν ένα μεγάλο λάθος. Με αυτήν της της απόφαση τάισε το φίδι που πάσχισε να διώξει από τον κόρφο της.

«Σε αγαπάω, Δανάη. Ωστόσο, είμαι κι εγώ λιγάκι ταραγμένος εδώ και πολύ καιρό», ψέλλισε με τα δάκρυά του να μουσκεύουν την κορυφή του κεφαλιού της. «Συγγνώμη», της είπε καθώς όλες οι συγγνώμες του ηχούσαν επαλειμμένα στα αφτιά του.

«Εγώ πρέπει να σου ζητήσω συγγνώμη, Γκάμπριελ» αποκρίθηκε η σκουπίζοντας τα μάτια της, δίχως να βγαίνει από την αγκαλιά του. «Συγγνώμη», συνέχισε μπας και ξαλαφρώσει τη φορτωμένη από τα λάθη ψυχή της. Και τα λάθη της ήταν τρομερά, τόσο που πολλά εξ αυτών δεν μπορούσε να τα φανερώσει.

Ένιωθε το φίδι του τατουάζ να ανεβαίνει στον λαιμό της, να τυλίγει το σώμα του γύρω από τη σάρκα της και να την πνίγει, απειλώντας να σπάσει στα οστά της. Γι' αυτό και πήρε τις αποφάσεις που θα έδιναν ένα τέλος σε αυτό το μαρτύριο. Τα άφησε όλα στον Ορέστη, για να αποδεσμευτεί από το σύμφωνο συμβίωσης. Του χάρισε το παιδί της, την εταιρεία της, που με τόσο κόπο και κόστος έχτισε, αφού της έκανε συντρίμμια το σπίτι και τα υπάρχοντά της. Ό,τι της είχε απομείνει ήταν ένα μικρό χρηματικό ποσό, τα ρούχα που φορούσε και τίποτα παραπάνω. Αυτή ήταν η πληρωμή της για τις επιλογές της.

Ο Γκάμπριελ της έπιασε το χέρι και την οδήγησε στη γωνία της γειτονιάς της, όπου είχε παρκάρει τη μοτοσικλέτα που νοίκιασε με το που πάτησε το πόδι του στην Αθήνα. Της χαμογέλασε διάπλατα, πιάνοντας το ένα κράνος, και της το φόρεσε.

«Σου πάει», της είπε καθώς το έδενε κάτω από το πηγούνι της.

«Δε με νοιάζει τίποτα. Το μονό που θέλω είναι να με πάρεις μακριά από δω», του είπε περιμένοντας να καβαλήσει τη μηχανή, για ν' ανέβει κι εκείνη. Έριξε μια τελευταία ματιά στο σπίτι της, που ήταν κρυμμένο από τη μάντρα και τα ψηλά δέντρα. Όλες οι αναμνήσεις της είχαν διαγραφτεί, ως δια μαγείας, και το μόνο που θυμόταν ήταν οι μέρες που μοιράστηκε με τον Γκάμπριελ στο κρεβάτι και στο μπάνιο της. Όλα ήταν εκεί, ζωντανά μπροστά της, αλλά είχε αλλά τόσα να ζήσει στο πλευρό του και γι' αυτό έστρεψε το βλέμμα της στο δικό του. «Πάρε με από δω».

Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΤΗΣ ΗΔΟΝΗΣWhere stories live. Discover now