♥13

159 12 4
                                    

Οι μέρες κύλησαν σαν γάργαρο νερό. Από τη μία έδειχναν πόσο όμορφα περνούσαν μαζί και από την άλλη ο ένας κρατούσε σε απόσταση τον άλλον κάθε που τα πράγματα ζόριζαν και που τα συναισθήματα εκδηλώνονταν μέσα από τις πράξεις, τα λόγια και τις γλώσσες των σωμάτων τους.

 Έπειτα από δέκα εικοσιτετράωρα, η Δανάη δεν άντεξε και το έριξε στη δουλειά. Αυτός ήταν ο μόνος τρόπος να μη σκέφτεται, αφού το να μοιραστεί τις διακοπές της μαζί του ήταν η πιο καταστροφική ιδέα που είχε ποτέ στη ζωή της. Είχε συνηθίσει τη μοναξιά, τον πόνο και την άρνηση να περνά λίγες στιγμές της καθημερινότητάς της με κάποιον, αλλά τώρα ο Αργύρης τής είχε γίνει απαραίτητος και ήθελε να ζει το κάθε δευτερόλεπτο μαζί του.

Η Νάντια τη μάλωνε όποτε μιλούσαν στο τηλέφωνο και της έλεγε να σταματήσει να σκέφτεται. Πως ο Αργύρης ήταν ερωτευμένος μαζί της και πως αν έχανε την ευκαιρία να χτίσει από την αρχή την προσωπική της ζωή θα χτυπούσε το κεφάλι της στον τοίχο.

Πώς όμως θα ξεπερνούσε όλο της το παρελθόν μέσα σε είκοσι ημέρες;

«Στο διάολο όλα!» αγανάκτησε από τις αντικρουόμενες σκέψεις και βγήκε από το μπάνιο, για να τον βρει.

Θα του τα έλεγε όλα, θα άνοιγε την ψυχή της και ας έτρωγε και πάλι τα μούτρα της. Εξάλλου, τίποτα δε θα ήταν χειρότερο απ' αυτό που της έκανε ο Ανδρέου. Δεν υπήρχε περίπτωση να μείνει έγκυος ξανά και, αν αποφάσιζε να το βάλει κι αυτός στα πόδια, εκείνη θα συνέχιζε να δουλεύει. Αυτό ήξερε να κάνει καλά κι αυτό θα έκανε για να τα ξεπεράσει όλα.

Τα βήματά της σταμάτησαν στο σαλόνι μπροστά από το τραπεζάκι του καφέ, εκεί που καθόταν και δούλευε ακατάπαυστα τα νέα διαφημιστικά που του είχε αναθέσει. Έκλεισε την οθόνη του φορητού υπολογιστή και κάθισε στα πόδια του, κοιτώντας τα κουρασμένα του μάτια. Του χάρισε ένα τρυφερό φιλί και τα χέρια της τυλίχτηκαν γύρω από τον λαιμό του.

«Πρέπει να μιλήσουμε», ψέλλισε ανάμεσα από το φιλί τους.

«Είμαι όλος αφτιά!» Όρμησε πίσω στα χείλη της ρουφώντας τα παθιασμένα ως τη στιγμή που τα τάχα μυωπικά γυαλιά του στράβωσαν από την ένταση. Οπότε σταμάτησε να τη φιλά, για να τα στερεώσει καλύτερα στο πρόσωπό του.

«Φοβάμαι, φοβάμαι πως θα πληγωθώ ξανά. Αυτό είναι όλο». Του έβγαλε τα γυαλιά και τα ακούμπησε προσεκτικά στο τραπεζάκι. «Στο παρελθόν κόντεψα να τα χάσω όλα από έναν άνδρα και κατέστρεψα τον εαυτό μου, για να γίνω αυτό που είμαι σήμερα». Κόμπιασε καθώς θυμόταν την καρδούλα του παιδιού της ν' ακούγεται από τα ηχεία του υπερηχογραφήματος –λίγο πριν από την άμβλωση–, και αναστέναξε. «Φοβάμαι πως όλο αυτό θα με καταστρέψει και το ένστικτό μου αυτό μου λέει... αντιστέκεται και δε με αφήνει να χαλαρώσω και ν' απολαύσω αυτό που έχουμε. Είμαι ερωτευμένη, που να πάρει! Είμαι ερωτευμένη μαζί σου, Αργύρη».

Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΤΗΣ ΗΔΟΝΗΣWhere stories live. Discover now