♥2

97 10 2
                                    

Έφτασε στο προεδρικό γραφείο όταν οι πρώτες ακτίνες του καλοκαιρινού ήλιου έκαναν την εμφάνισή τους, ζεματίζοντάς τον. Τα μαλλιά του ήταν μπερδεμένα και βρομούσαν καπνό και αλκοόλ όπως και τα ρούχα και η ανάσα του. Πήρε τη θέση του πίσω από το σκούρο σοκολατί έπιπλο καρυδιάς και, αφού ζήτησε από τη γραμματέα του έναν παγωμένο λάτε, άναψε ένα τσιγάρο περιμένοντάς τον. Τα μάτια του ήταν κατακόκκινα και τον έτσουζαν από την αϋπνία και ο πονοκέφαλος δεν έλεγε να σταματήσει.

Υπήρχαν φορές που οι σκέψεις και οι αναμνήσεις του μπερδεύονταν και δεν ήταν σίγουρος αν τον πονούσαν πιο πολύ όσα συνέβησαν στο παρελθόν ή οι ασταμάτητες φωνές μες στο μυαλό του, που του το υπενθύμιζαν αναγκάζοντάς τον να το ζει επανειλημμένα. Ωστόσο, ήταν δεδομένο πως δεν υπέφερε μονάχα εξαιτίας του έρωτά του αλλά και από την άνανδρη συμπεριφορά του Κανδρηνού, που ακολούθησε τη φυγή της Δανάης. Εκείνο το δυσάρεστο πρωινό, αφού διάβασε το γράμμα της, ντύθηκε στα γρήγορα και πήγε να τον βρει. Ήθελε και έπρεπε να τα ξέρει όλα. Επί μήνες ήταν τυφλός και μέσα σε λίγες ώρες είχε βρει το φως του, δίχως να το επιδιώξει.

Όταν άνοιξε την εξωτερική πόρτα του πατρικού του, τον είδε να κάθεται στη βεράντα και να πίνει τη βότκα του. Πράγμα ανησυχητικό, που μαζί με όλα τα προηγούμενα του απέδειξε πως δεν ανησυχούσε για κανέναν άλλον πέρα από τον εαυτό του. Όποτε τον έπνιγε ο καημός το ίδιο έκανε, άνοιγε τα μάτια του και έπινε από τα χαράματα.

«Είναι αλήθεια;» τον ρώτησε μεμιάς, πετώντας το σημείωμα της αγαπημένης του στα μούτρα του.

Τα γαλάζια του μάτια στράφηκαν πάνω του και τον σκάναραν, με αυτό το θυμωμένο βλέμμα που έπαιρνε κάθε που απογοητευόταν από την αγενή συμπεριφορά του. Έριξε μια ματιά στο γραπτό της Δανάης και σηκώθηκε να το πετάξει στο μικρό φενγκ σούι συντριβανάκι δίπλα του° αυτό που καθαρίζει την αρνητική ενέργεια. Αν και, στη δική τους περίπτωση, μόνο ένας εξορκισμός θα τους έσωζε.

«Δεν είναι μήτε αλήθεια μήτε ψέματα. Απλώς είναι όλα ειπωμένα από τη δική της πλευρά. Σε ενδιαφέρει να μάθεις και τη δική μου ή ήρθες μόνο για να με μαλώσεις και να μου υπενθυμίσεις το πόσο κακός πατέρας είμαι;»

Η απάντησή του τού τα είπε όλα, δε χρειαζόταν να άκουσε κάτι περισσότερο για να καταλάβει το πόσο άξεστος είχε γίνει με την πάροδο των χρόνων.

«Είσαι γελοίος!» έφτυσε τις λέξεις κατά πάνω του και αυτός τον πλησίασε με νωχελικά βήματα και του έδωσε ένα δυνατό χαστούκι, που έκανε τα δικά του ασημένια μαλλιά να ανασηκωθούν και τα μαύρα του γιου του να πέσουν μες στο πρόσωπό του.

Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΤΗΣ ΗΔΟΝΗΣWhere stories live. Discover now