♥1

119 11 1
                                    

Όλο το βράδυ ταξίδευε στα σεντόνια της, σαν καρουζέλ. Το κεφάλι της πονούσε και το στομάχι της είχε γίνει κόμπος από τα τσιγάρα και την πίκρα που αισθανόταν λόγω της αφόρητης μοναξιάς της. Ήθελε να γεμίσει το κρεβάτι της αλλά ζούσε το μεγαλύτερο μαρτύριο, βλέποντάς τον να κοιμάται ήσυχος και να της γεννά την επιθυμία να του πετάξει το πορτατίφ –που είχε στο κομοδίνο της– στο κεφάλι. Μπορεί να πίστευε πως αυτός ήταν ο μοναδικός τρόπος να πείσει τον Ορέστη να την ελευθερώσει από την ασφυκτική φυλακή του συμφωνητικού συμβίωσης, όμως η ψυχολογική πίεση την είχε εξουθενώσει.

Κόντευε πέντε το πρωί και δεν άντεξε άλλο. Στη Σάντα Μόνικα θα ήταν σχεδόν δέκα το βράδυ, κάτι που σήμαινε πως είχε επιστρέψει από το γυμναστήριό του, είχε κάνει μπάνιο και έτρωγε. Το γνώριζε το πρόγραμμά του μιας και, μετά την πρωινή τους κουβέντα, με το που έβρισκαν λίγο ελεύθερο χρόνο, αντάλλασσαν μηνύματα μέσα από τα οποία της είπε με κάθε λεπτομέρεια πώς οργάνωνε την ημέρα του. Τέτοια οργάνωση και πειθαρχεία δεν είχε συναντήσει σε κανέναν άνθρωπο. Η προσωπικότητά του ερχόταν σε αντίθεση με τη δική της, που ήταν αυθόρμητη, παρορμητική, χαώδης και επιρρεπής στις εξαρτήσεις και στην ηδονή. Τον είχε μάθει να καπνίζει, να πίνει και να σπάει κάθε του κανόνα. Επίσης, τον είχε μάθει να κάνει σεξ δίχως όρια. Τον είχε μυήσει στον κόσμο της κι εκείνη δεν είχε ιδέα για τον δικό του.

Κατέβηκε αθόρυβα τα σκαλιά, πήγε στην κουζίνα. Άνοιξε το ψυγείο, ενώ παράλληλα τον κάλεσε, και έβαλε το κινητό της στο αφτί της.

«Γιατί δεν κοιμάσαι τέτοια ώρα;» Ήταν το πρώτο που τη ρώτησε, με την ανησυχία του να χρωματίζει τη φωνή του.

Η Δανάη αναστέναξε και έπιασε ένα κουτί ζαχαροπλαστείου. Κλώτσησε την πόρτα του ψυγείου πίσω της και άρπαξε ένα κουτάλι από το συρτάρι.

«Μου λείπεις, μου λείπεις πολύ», ψέλλισε και βγήκε στη βεράντα. Άδειασε τα χέρια της και κάθισε στον καναπέ από μπαμπού, ενώ αμέσως μετά σκέπασε την πλάτη της με την κουβερτούλα που άφηνε εκεί για τις κρύες νύχτες.

Ένα μακρόσυρτο, αισθησιακό μουγκρητό ελευθερώθηκε από το λαρύγγι του.

«Και... τι φαντάζεσαι όταν με σκέφτεσαι;»

«Εσύ τι σκέφτεσαι τώρα;» τον ρώτησε η Δανάη ανοίγοντας το κουτί, και έκανε επίθεση στο cheese cake και στο εκμέκ κανταΐφι. «Εγώ...» μούγκρισε βυθίζοντας λίγο από το εκμέκ στο στόμα της.

Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΤΗΣ ΗΔΟΝΗΣWhere stories live. Discover now