♥1

127 10 3
                                    

Τα δάχτυλά του είχαν ασπρίσει έτσι όπως είχε γραπώσει με όλη του τη δύναμη τα κάγκελα. Το κεφάλι του θαρρείς ήταν έτοιμο να πέσει στην άσφαλτο, κρεμασμένο από πάνω τους, καθώς σκυφτός παρατηρούσε με μάτια θολωμένα τα αναμμένα φώτα της πισίνας. Όλα έμοιαζαν μ' ένα άσχημο όνειρο από το οποίο πάλευε να ξεφύγει, για να επανέλθει στην πραγματικότητα. Εντούτοις, ούτε ο ισχυρός αέρας που έκανε τους πόρους της επιδερμίδας του να διογκώνονται δεν ήταν αρκετός να τον επαναφέρει σε εγρήγορση – να τον ξυπνήσει. Λες και όντως όσα έζησε τα τελευταία λεπτά ήταν αληθινά. Ήταν... το ήξερε όμως αρνιόταν να το παραδεχτεί, επιτρέποντας στον νου του να συνεχίσει τα παιχνίδια του ώστε να τον αποτρέψει από την αυτοκαταστροφή του.

Η Δανάη κάθισε και άναψε ένα τσιγάρο χαζεύοντάς τον να καταρρέει ερχόμενος αντιμέτωπος με την πραγματικότητα. Του έδωσε τον χρόνο του, τον άφησε ν' αναπνεύσει και να τη δεχτεί – όσο ήταν αυτό δυνατόν. Τι άλλο μπορούσε να κάνει; Εξάλλου εκείνη είχε ήδη κάνει τα πάντα και με το παραπάνω. Πάλεψε με τον εαυτό της για να προσφέρει και στους δυο τους αυτό που επιθυμούσαν. Παραμέρισε όλους της τους φόβους και του εξιστορήθηκε λίγα από τα βιώματά της, που σε κανέναν άλλον δε θα έμπαινε στον κόπο να αποκαλύψει. Τον αγκάλιασε, τον έμαθε όλα τα μυστικά της δουλειά της, αυτά που έκρυβε ακόμα και από την ίδια. Τα έκανε όλα, γιατί αυτά τα γαλαζοπράσινα μάτια της εξομολογούνταν τον έρωτα τους σε κάθε τους βλέμμα. Περίμενε υπομονετικά να γυρίσει κοντά του, ήθελε να το κάνει, μια νύχτα τους έμενε και ήθελε να τη θυμάται για όλη της τη ζωή. Να θυμάται και να ξεχνά το πόσο ανόητη ήταν γι' ακόμα μία φορά. Να διαγράψει όλα τα προηγούμενα και να θυμάται αυτό το σμίξιμο και τίποτα παραπάνω.

«Δεν μπορώ...» της είπε καθώς μπήκε μέσα με τα χέρια σταυρωμένα στους ώμους –για να ζεσταθεί– και το πρόσωπό του κατεβασμένο στο πάτωμα.

«Δεν μπορείς τι;» απόρησε καπνίζοντας με μανία.

Δεν μπορούσε άλλο να προσποιείται;

Δεν μπορούσε άλλο να πέφτει στο κρεβάτι μαζί της;

Δεν μπορούσε άλλο να βρίσκεται κοντά της, αφού πνιγόταν στις ενοχές;

Τι δεν μπορούσε;

«Δεν μπορώ να σου δώσω αυτό που θες. Όχι ενώ ξέρω ότι θα είναι η τελευταία φορά».

«Μάλιστα...» είπε η Δανάη μ' ένα ειρωνικό γέλιο να στολίζει το σπασμένο πρόσωπό της. «Δεν μπορείς, έστω, να με κάνεις να ξεχάσω όλες τις προηγούμενες;» συνέχισε να γελά υστερικά, για να μην κλάψει μπροστά του γι' ακόμα μια φορά. «Γιατί;»

Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΤΗΣ ΗΔΟΝΗΣWhere stories live. Discover now