Κεφάλαιο 10

39.1K 3.2K 175
                                    

Κατεβαίνω στο σαλόνι και τρώω πρωινό. Μπαίνω στο μπάνιο και αφήνω το ζεστό νερό να τρέξει στο σώμα μου. Χρησιμοποιώ το μισό μπουκάλι σαμπουάν για να φύγει το ξεραμένο αίμα από τα μαλλιά μου και προσπαθώ να αγνοήσω το τσούξιμο που νιώθω στην πληγή. Βγαίνω έξω και τυλίγω μια πετσέτα γύρω από το σώμα μου και μια στα μαύρα βρεγμένα μαλλιά μου. Πάντα μου αρέσει να κάνω μπάνιο το πρωί γιατί με ξυπνάει και με χαλαρώνει.

Μπαίνω στο δωμάτιο μου και ντύνομαι. Χτενίζω τα μαλλιά μου και τα στεγνώνω με το πιστολάκι. Ευτυχώς δεν χρειάζομαι μασιά γιατί  είναι ολόισια έτσι κι αλλιώς. Κάθομαι στο κρεβάτι και βλέπω διάφορα αστεία βίντεο στο κινητό μου, για να περάσει η ώρα. Δεν θέλω να παραδεχτώ ότι το κάνω για να μην σκέφτομαι- αγχώνομαι για το απόγευμα.

''Καμέλια'', ακούω την μαμά μου να φωνάζει από κάτω. Το βιντεάκι που βλέπω έχει άλλα 3 λεπτά και αποφασίζω να μην το διακόψω. ''Καμεελιααα'', φωνάζει πιο δυνατά. ''Έρχομαι σε 2 λεπτά μαμά'', απαντάω θυμωμένη.

Σε λίγα δευτερόλεπτα η πόρτα του δωματίου μου χτυπάει. Γιατί δεν με αφήνουν σε ησυχία;!

Ανοίγω και κοιτάζω χαμηλά στην μικρή μου αδερφή. ''Έλα κάτω, να φάμε όλοι μαζί'', μου λέει και μου χαμογελάει δείχνοντας το κενό από τα δόντια που της λείπουν μπροστά. ''Έρχομαι'', λέω στριφογυρίζοντας τα μάτια και την ακολουθώ μέχρι την κουζίνα. Η μυρωδιά του κοτόπουλου τρυπάει ευχάριστα τα ρουθούνια μου.

Κάθομαι στο τραπέζι όπου ήδη είναι οι υπόλοιποι. ''Όταν σε φωνάζουμε θα έρχεσαι'', λέει η μαμά μου αυστηρά. Δεν απαντάω. ''Το απόγευμα θα βγω'', ανακοινώνω. ''Όχι δεν θα βγεις'', λέει ήρεμα ο μπαμπάς μου καθώς μασάει. ''Γιατί όχι;'', λέω εκνευρισμένη. Όχι όχι, πρέπει να με αφήσουν! ''Είσαι τιμωρημένη Καμέλια'', λέει. ''Θα πάω απλώς μια βόλτα με την Άννα. Δεν μπορείς να με κρατήσεις μέσα για πάντα!'', φωνάζω και εκπλήσσομαι με τον εαυτό μου. Ποτέ δεν μαλώνω ιδιαίτερα με τους γονείς μου, και σίγουρα δεν τους φωνάζω. Πάντα ακούω τι μου λένε και ποτέ δεν είχαν λόγο να με τιμωρήσουν για κάτι.

''Απλώς βόλτα με την Άννα;'', ρωτάει η μαμά καχύποπτα. ''Ναι, με ποιον άλλον;'', της λέω πειστικά σαν να με έθιξε. ''Καμέλια, χθες ένα ξένο αυτοκίνητο σε έφερε εδώ. Ποιος ήταν;'', ρωτάει ο μπαμπάς μου και το πιρούνι μου πέφτει στο μαρμάρινο πάτωμα κάνοντας έναν ήχο.  Πραγματικά δεν έχω ιδέα τι να πω τώρα. Τι ανόητη που ήμουν να του πω να με φέρει σπίτι, έπρεπε να το φανταστώ ότι θα το έβλεπαν. ''Ήταν η μαμά της φίλης που με πήγε στο νοσοκομείο'', λέω ψέματα, αλλά δεν νομίζω ότι τους πείθω. ''Μήπως θα μπορούσε να μας το επιβεβαιώσει εκείνη τότε;'', λέει ο μπαμπάς μου παίρνοντας το τηλέφωνο στα χέρια του.

Ένας ΑναρχικόςDonde viven las historias. Descúbrelo ahora