Κεφάλαιο 2

46.2K 3.4K 262
                                    


Ανοίγω τα μάτια, και προσπαθώ να σηκωθώ αλλά το σώμα της αδερφής μου, που είναι κολλημένο πάνω μου με εμποδίζει. Πάλι ήρθε να κοιμηθεί μαζί μου. Ποτέ δεν κοιμάται μόνη. Ή με τον μπαμπά και την μαμά ή με εμένα.

Την απομακρύνω απαλά και σηκώνομαι. Φοράω μια φόρμα και ένα μπλουζάκι, και κατεβαίνω στην κουζίνα. Τρώω τα δημητριακά μου και αφού πλύνω τα πιάτα πάω στο μπάνιο. Βουρτσίζω τα δόντια μου και πλένω το πρόσωπό μου. Κοιτάζω την ώρα και είναι 7:30. Καλή ώρα για να ξυπνήσω, τέτοια ώρα ξυπνάω τα Σάββατα.

Πληκτρολογώ το τηλέφωνο της Άννας για να την ρωτήσω τι ώρα θα πάμε. ''Μμμμ'', την ακούω να μουγκρίζει. ''Κοιμάσαι;'', της λέω υποτίθεται ενοχικά. ''Προφανώς. Είναι ξημερώματα'', γκρινιάζει και γελάω. ''Όχι δεν είναι. Είναι 7:30. Ώρα να σηκωθείς!'', της λέω και μου αρέσει  που την ενοχλώ. Αντί για απάντηση ακούω το 'μπιπ' του κινητού. Μου το έκλεισε όπως ήταν αναμενόμενο.

Βλέπω για λίγο τηλεόραση, λίγα λεπτά μετά η μαμά μου κατεβαίνει τα σκαλιά. ''Πάντα πρώτη'', λέει γελώντας όταν με βλέπει να κάθομαι στον καναπέ. Πάει στην κουζίνα, μάλλον για να αρχίσει να ετοιμάζει το μεσημεριανό. Κάποιες φορές δεν μου αρέσει που δεν δουλεύει, γιατί είναι συνέχεια στο σπίτι και γίνεται λίγο κουραστική, αλλά κατά τα άλλα χαίρομαι που την έχω κοντά μου.

Η ώρα περνάει καθώς διαβάζω το αγαπημένο μου βιβλίο ''Η επιλογή''.

Το τηλέφωνό μου χτυπάει. Το σηκώνω και είναι η Άννα. ''Σε μισή ώρα στην στάση, για να πάμε... ξέρεις που. Τα λέμε εκεί!'', λέει τσιριχτά και μου το κλείνει. Στριφογυρίζω τα μάτια μου και πάω στο δωμάτιο μου για να ετοιμαστώ. Φοράω ένα μαύρο τζιν, και μια κόκκινη μπλούζα μακρυμάνικη. Πιάνω τα μαύρα μαλλιά μου μια κοτσίδα, φοράω τα κόκκινα all star μου και είμαι έτοιμη.

Συναντάω την Άννα στην στάση και μπαίνουμε στο λεωφορείο, στο οποίο ευτυχώς έχει περισσότερη ζέστη. Φτάνουμε στις 6:00, με μεγάλη μου έκπληξη βλέπω  όλη τη πλατεία Συντάγματος να είναι γεμάτη από μαθητές. Μερικοί από αυτούς κρατάνε πανό με διάφορα συνθήματα. Μπλεκόμαστε ανάμεσά τους, και σε λίγο αρχίζουμε να περπατάμε στην πόλη, όλοι μαζί. Μου αρέσει κάπως όλο αυτό, το γεγονός ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι, συνομήλικοι μου, είναι εδώ για να διαμαρτυρηθούμε για το ίδιο πράγμα.

Στην λαοθάλασσα αυτή, βλέπω και μερικούς μεγάλους ανθρώπους που υποθέτω ότι είναι καθηγητές. Διάφορες ομάδες αστυνομικών, βρίσκονται τριγύρω, και απλά παρατηρούν τους ξεσηκωμένους μαθητές. Ένα παιδί, είναι στους ώμους ενός άλλου και δίνει το σήμα για τα συνθήματα. Είμαι ενθουσιασμένη με αυτό που συμβαίνει. Όλη αυτή η συλλογικότητα με εκστασιάζει.

Σε λίγο, μαθαίνουμε κι εμείς τα συνθήματα και τα φωνάζουμε με όλους τους υπόλοιπους μαθητές. Συναντάμε και κάποιους συμμαθητές μας, οι οποίοι μένουν έκπληκτοι όταν με βλέπουν στην πορεία. Δεν τους αδικώ. Κι εγώ είμαι έκπληκτη με τον εαυτό μου.

''Φτάνει τόσο;'', ρωτάω μετά από μία ώρα περίπου την ενθουσιασμένη Άννα. ''Ναι φεύγουμε σε πέντε λεπτάκια. Περίμενε λίγο'', λέει και φεύγει από δίπλα μου, πριν προλάβω να την σταματήσω. Απομακρύνεται γρήγορα και μένω να την κοιτάω κοκαλωμένη. Μόλις με άφησε μόνη; Θα την σκοτώσω. Στέκομαι ανάμεσα στο πλήθος, περιμένοντάς την.

Ξαφνικά, όλοι οι μαθητές κοιτάζουν προς μια κατεύθυνση. Ακολουθώ το βλέμμα τους και τα μάτια μου ανοίγουν διάπλατα σε αυτό που βλέπω.


Ένας ΑναρχικόςWhere stories live. Discover now