Κεφάλαιο 17

145 21 8
                                    

Με κοίταξε με ένα στραβό χαμόγελο και πήγε να φτιάξει τους καφέδες. Μετά από λίγο μου έδωσε το καφέ και τον δωκίμασα.

- απαίσιος!

- ευχαριστώ.

- χωρίς πλάκα είναι απαίσιος. Σκέτο τον έκανες;

- ναι. Γιατί σκέτο δε το πίνεις;

- όχι!

- α συγγνώμη. Σκέφτηκα ότι θα ταίριαζε με το χαρακτήρα σου. Πικρός.

- άντε στο διάολο!

Άρχισε να γελάει.

- έλα πλάκα κάνω. Ο δικός μου ήταν ο σκέτος.

- χα χα χα. Πολύ αστείο δε με βλέπεις; Κλαίω.

- μα το βλέπω.

"Έτσι είσαι; Θα σου πω εγώ." Πήρα το ταμπάσκο από το ντουλάπι και έριξα κάμποσες σταγόνες στο ζαμπόν και του το έδωσα. Μετά από λίγο σηκώθηκε γρήγορα να πάει να πιει νερό ενώ εγώ είχα ξεραθεί στα γέλια. Όταν συνήλθε στάθηκε δίπλα μου.

- εμένα δε θα μου τα κάνεις αυτά.

- α μπα; Δε τρως μαζί τα μπάσκο; Σόρι νόμιζα ότι ταίριαζε με το πως σε φαντάζεσαι. Καυτό.

- ναι γέλα εσύ. Θα το πληρώσεις αυτό.

- χαχα! Α ναι; Πώς;

Είπα και με σήκωσε από τη καρέκλα και με ανέβασε στο τραπέζι. Με κοίταξε λίγα δευτερόλεπτα στα μάτια και ένωσε τα χείλη μου με τα δικά του. Στην αρχή ανταποκρίθηκα αλλά μετά τον έσπρωξα και του έδωσα ένα χαστούκι.

- είσαι μαλάκας.

- και δε τελειώσαμε ακόμα.

Είπε και πήγε να πετάξει το τοστ.

- έλα κάτσε φαε. Μόνο σε εκείνο το σημείο είχε.

- ναι. Βλάκας είναι.

- αλήθεια λέω.

- ωραία. Τότε φάε εσύ πρώτη.

Μου είπε και δάγκωσα μια μπουκιά από το τοστ του.

- εντάξει τώρα; Στο είπα ότι μόνο σε εκείνο το σημείο είχε.

Του είπα και έκατσε να συνεχίσει το φαΐ του. Μέχρι τις έξι είχαμε φάε. Πήγα να ανέβω στο δωμάτιό μου.

- που πας;

- στο δωμάτιό μου; Ίσως.

- α... δε θα κάτσεις λίγο ακόμα;

- μαζί σου; Είσαι σίγουρος για αυτό;

- όχι αλλά θα το ρισκάρω.

Αγάπησα Έναν ΑλήτηМесто, где живут истории. Откройте их для себя