Κεφάλαιο 29

121 17 0
                                    

Με πήγε κάμποσο πιο κάτω και σταμάτησε. Κατέβηκα και κατέβηκε και εκείνος αφού έσβησε τη μηχανή. Στάθηκε μπροστά μου και με κοίταξε στα μάτια.

- προς τι όλο αυτό;

- σοβαρά πιστεύεις ότι θα σε άφηνα έτσι;

- έτσι εννοώντας;

- δε σου έχω δώσει ούτε ένα φιλί όλη μέρα. Δε σε έχω δει καθόλου.

- αα κατάλαβα. Να μου δείξεις πόσο με μισείς έτσι;

- που το κατάλαβες;

Γέλασε και με φίλησε.

- πρέπει να γυρίσεις τώρα σπίτι;

- ε δε πρέπει; Πρέπει να ξεκουραστώ και καθόλου.

- θες να έρθεις σπίτι μου;

- που να έρθω; Δεν είσαι καλά.

- γιατί; Έχω μείνει τόσες φορές στο σπίτι σου και εσύ ούτε μια.

- ναι κάτσε να σκεφτώ τους λόγους.

- έλα σταμάτα σοβαρά μιλάω. Θα έρθεις, θα μείνεις, και το άλλο πρωί θα σε πετάξω κατά τις έξι και στο σπίτι σου.

- έξι και;;

- ναι! Για να δεις πόσο σε αγαπάω. Τέτοια ώρα σηκώνομαι κάθε πρωί για να έρθω να σε δω.

- ωωω... αγαπούλα μου...

Είπα και τον αγκάλιασα. Το ίδιο έκανε κι εκείνος και μείναμε έτσι για λίγο. Πήγα μια βαθιά ανάσα και τον κοίταξα στα μάτια.

- λοιπόν; Θα πάμε σπίτι σου τελικά;

Για λίγο μπλόκαρε μετά όμως χαμογέλασε και με αγκάλιασε.

- εννοείται! Φύγαμε!

Είπε ενώ δε μπορούσε να κρύψει τη χαρά του και ανεβήκαμε στη μηχανή του. Σε κάνα σαραντάλεπτο είχαμε φτάσει σπίτι του. Κοντοστάθηκα στη πόρτα.

- έλα τι έιναι;

- ρε αγάπη μου η μαμά σου...

- η μάνα μου κοιμάται τέτοια ώρα. Ούτε καν που θα σε δει. Έλα. Θέλω να σου δείξω και κάτι με αυτή την ευκαιρία.

Με πήρε από το χέρι και μπήκαμε μέσα. Με οδήγησε σε ένα δωμάτιο που δεν είχα δει όταν είχα έρθει. Ήταν πάντα κλειστή η πόρτα. Ή τουλάχιστον έτσι ήταν και τη προηγούμενη φορά. Άνοιξε αργά τη πόρτα και το απόλυτο σκοτάδι που επικρατούσε στο δωμάτιο σπάστηκε από το λιγοστό φως που είχε στο υπόλοιπο σπίτι. Άναψε το επίσης χαμηλής φωτεινότητας φως του δωματίου και μπήκαμε μέσα αργά. Έκλεισε τη πόρτα και κοίταξα το χώρο γύρω μου.

Αγάπησα Έναν ΑλήτηМесто, где живут истории. Откройте их для себя