«Tενόρι, θέλω να προσέχεις την αδερφή σου... Προστάτεψε την Τσούκι.» Τα τελευταία λόγια της γιαγιάς του έβαλαν τον μικρό σε σκέψεις. «Ο πατέρας σας μπορεί να γίνει υπερβολικός κάποιες φορές...»
«Γιαγιά...». Με δυσκολία μιλάει ο Τενόρι, αφού βλέποντας την γιαγιά του, που αγαπούσε τόσο πολύ, να βρίσκεται σε αυτή τη κατάσταση, του προκαλεί μεγάλο πόνο. Ήταν πλέον μεγάλη σε ηλικία και έφτασε η ώρα να αποχαιρετήσει τον πολυαγαπημένο της εγγονό.
«Ό,τι και να γίνει... μην σκοτώσεις... μην γίνεις σαν αυτόν...»
Η καρδιά της σταμάτησε να χτυπάει και οι φωνές του μικρού παιδιού ακούστηκαν σε όλη τη γύρω περιοχή. Είχε περάσει πολύ χρόνο μαζί της. Ένοιωθε πάντα ασφαλής κοντά της. Κάθε βράδυ θα καθόταν στα γερασμένα πόδια της και θα του έλεγε ιστορίες από τα παλιά χρόνια.
Του άρεσε ιδιαίτερα όταν την παρατηρούσε να χρησιμοποιεί τις μεγάλες της βελόνες και να τους πλέκει ρούχα για τον χειμώνα. Ο τρόπος που πολύ επιδέξια έπλεκε τις κλωστές μπροστά στα μάτια του. Μπορούσε να δει τον ενθουσιασμό του μικρού παιδιού στα λαμπερά του μάτια.
Έδωσε πολλή σημασία σε ό,τι του είπε η γιαγιά του. Δεν θα σκότωνε ποτέ. Θα προστάτευε την μικρή του αδελφή. Ήταν μόλις 3 χρονών και αυτός γύρω στα 5. Η μητέρα τους πέθανε στην γέννα του ξανθόμαλλου κοριτσιού και από τότε ζουσαν με τον πατέρα τους, έναν στρατιώτη της ανώτερης τάξης των ειρηνοποιών.
Ο θάνατος της γυναίκας του τον έκανε πιο ψυχρό. Άρχισε να ξεσπά στα "τέρατα" αυτού του κόσμου, λερώνοντας τα χέρια του με το αίμα πολλών αθώων ανθρώπων. Η γυναίκα του ήταν πολύ γλυκιά και αγαπούσε πραγματικά την οικογένειά της. Περίμενε μήνες να δει το μωρό που υπήρχε μέσα της. Δεν ήξερε όμως ότι θα ήταν και το τελευταίο πράγμα που θα έβλεπε πριν κλείσει τα μάτια της.
Ο καιρός περνούσε και ο Τενόρι είχε χάσει την καλή του διάθεση. Τίποτα δεν ήταν όπως πριν. Αγνοούσε ακόμα και τα αιτήματα της μικρής του αδελφής:
«Onii san! Παίξε μαζί μου!» Τον κοιτούσε πάντα χαμογελαστή με ορθάνοιχτα μάτια. Τον θαύμαζε για το θάρρος του. Πολλές ήταν οι φορές που πήγε να την χτυπήσει ο πατέρας τους κι ο Τενόρι τον σταματούσε ή του αντιμιλούσε, ακόμη κι αν στο τέλος έτρωγε και ο ίδιος ξύλο. Προσπαθούσε πάντα να καλύπτει τις ζημιές της. Τα βράδια την έβαζε για ύπνο και τις έλεγε τις ιστορίες που θυμόταν απ' την γιαγιά τους.
BẠN ĐANG ĐỌC
YAMI
Phiêu lưuΟ δεκαεξάχρονος Χακάσι Κόγιαμα ζει μια ζώη μέσα στην πόλη του κρύβοντας τις δυνάμεις του. Κανένας δεν επιτρέπεται να τις χρησιμοποιεί, καθώς θα υπάρξουν σημαντικές συνέπειες εάν πιαστεί. Όλη του τη ζώη ονειρεύεται την στιγμή που θα δραπετεύσει απ' τ...