Έχουν περάσει λίγες μέρες από το συμβάν στην Ντελούπια. Οι κάτοικοι του χωριού έφυγαν χαρούμενοι και ελευθερωμένοι πλέον από το χωριό τους. Ωστόσο, το πνεύμα της Ντελούπια είναι μαζί τους και τους καθοδηγεί, όσο είναι ενωμένοι. Τα τεράστια πλάσματα έβγαλαν από το έδαφος τα κεφάλια τους μετά από όλα αυτά τα χρόνια και είναι έτοιμα να διασχίσουν τεράστιες αποστάσεις με τους Ντελουπιανούς.
Ο Χακάσι κρατάει σφιχτά στο ένα του χέρι ένα στενόμακρο ξύλο για στήριγμα και στο άλλο έναν τσαλακωμένο χάρτη. Είναι ο ίδιος χάρτης που του είχε δώσει ο παππούς του όταν έφυγε από την Γκιρόνα. Δεν είναι σε πολύ καλή κατάσταση, αλλά το αγόρι μπορεί να διακρίνει τις περιοχές και τα αλλόκοτα σημάδια που είναι σχεδιασμένα σε μερικές. Ο παππούς του τού είχε πει πως θα πρέπει να επισκεφτεί οπωσδήποτε τα σημεία με τα κόκκινα χι και πως υπάρχουν άνθρωποι που πρέπει να συναντήσει.
Το αγόρι τώρα περπατάει με δυσκολία και με βαριά ανάσα. Όλο του το σώμα πονάει από τα τραύματα των μαχών και την κούραση. Κοιτάζει τον χάρτη με τα θολωμένα του μάτια και προσπαθεί να καταλάβει που βρίσκεται και που κατευθύνεται. Προχωράει για ώρες σε ένα χωμάτινο μονοπάτι, χωρίς να είναι σίγουρος για τον προορισμό. Περνάει δίπλα από λιβάδια με μεγάλα μωβ λουλούδια και κίτρινα τριαντάφυλλα. Θυμάται πόσο άρεσε στον Ρόκι η μυρωδιά των λουλουδιών, ακόμα και αν δεν το παραδεχόταν ποτέ, γιατί θα τον κορόιδευαν οι υπόλοιποι.
Ο Χακάσι χαμογελάει σε αυτή τη σκέψη και τα μάτια του τρέμουν για μια στιγμή, αλλά έχουν στεγνώσει. Δεν μπορεί πλέον να κλάψει κι έτσι σφίγγει τα δόντια του και συνεχίζει να προχωράει. Η περιοχή γύρω από τα μάτια του αγοριού έχει πάρει ένα περιέργο σκοτεινό χρώμα κι έχουν σχηματιστεί μαύροι κύκλοι από την αϋπνία. Δεν αισθάνεται την ανάγκη του ύπνου, αλλά την ανάγκη της ομάδας του. Το μόνο που σκέφτεται είναι εκείνοι.
Μετά από λίγες ώρες, περνάει έξω από ένα μικρό χωριό το οποίο έχει κατακτηθεί εδώ και καιρό από ειρηνοποιούς.
«Δεν μπορώ να το κάνω... Όχι τώρα...» σκέφτεται το αγόρι και συνεχίζει το δρόμο του, αλλά ξαφνικά συνειδητοποιεί ότι σκόνταψε πάνω σε έναν ασπροφορεμένο ειρηνοποιό που έκανε περιπολία γύρω από το χωριό.
«Τι νομίζεις ότι κάνεις εδώ έξω μικρέ;» τον ρωτάει ο ψηλός άντρας με τη βαριά φωνή.
Ο Χακάσι τον κοιτάζει από χαμηλά και αναμνήσεις πετάγονται στιγμιαία στο μυαλό. Αναμνήσεις από τότε που ήταν μικρός στους δρόμους της Γκιρόνα και είχε δίπλα του τον αδερφό του.
YOU ARE READING
YAMI
AdventureΟ δεκαεξάχρονος Χακάσι Κόγιαμα ζει μια ζώη μέσα στην πόλη του κρύβοντας τις δυνάμεις του. Κανένας δεν επιτρέπεται να τις χρησιμοποιεί, καθώς θα υπάρξουν σημαντικές συνέπειες εάν πιαστεί. Όλη του τη ζώη ονειρεύεται την στιγμή που θα δραπετεύσει απ' τ...