Κεφάλαιο 10 - Ανήθικη πρόταση

399 74 74
                                    


Σπρώχνω εκνευρισμένος το ποτήρι με το κρασί στο τραπέζι. Χτυπάω με δύναμη τη γροθιά μου πάνω στην ξύλινη επιφάνεια. Σηκώνομαι και περπατάω πάνω κάτω με βαριά βήματα στο δωμάτιο.

-"ΔΕΝ ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΝΑ ΤΟ ΚΑΝΩ! Ακόμα και η σκέψη με αρρωσταίνει! Το θράσος αυτού του ανθρώπου είναι εξωφρενικό! Πώς τολμάει να έρχεται σπίτι μου και να ξεστομίζει κάτι τέτοιο? Ποιος νομίζει ότι είναι?"

-"Τζέθρο, ηρέμησε! Πρέπει να εξετάσουμε με ψυχραιμία το θέμα. Τα πράγματα είναι πολύ σοβαρά."

-"Θα με τρελάνεις Άντονι? Μόνο εγώ βλέπω ότι τα λόγια του ήταν ξεκάθαρη απειλή?"

Κοιτάζω έναν έναν τους άντρες μου, τον διοικητή του στρατού μου και τον αρχηγό της προσωπικής φρουράς μου. Κανείς τους δεν μιλάει, μόνο με κοιτάνε με προβληματισμένο βλέμμα. Εκνευρίζομαι ακόμα περισσότερο.

-"Τι με κοιτάτε? Σερ Ουίλιαμ, εσύ έχεις γιο δεκαπέντε χρονών. Πώς θα σου φαινόταν αν έδινα τέτοια εντολή?" λέω στον αρχηγό της φρουράς μου. Γουρλώνει τα μάτια του, ξεροκαταπίνει και μετά σκύβει το κεφάλι κοιτώντας το πάτωμα.

-"Δεν θα μου άρεσε άρχοντά μου." ψελλίζει μέσα απ'τα δόντια του.

-"Πρέπει να σκεφτείς όλο το χωριό Τζέθρο. Τι θα έκανε ο πατέρας σου, σε μια τέτοια περίπτωση?"

Νιώθω να μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι. Βουτάω την μπουκάλα με το κρασί και την πετάω με δύναμη στο τζάκι. Το μπουκάλι σκάει με δύναμη, δημιουργώντας μια έκρηξη από πορτοκαλί και κίτρινες σπίθες, πάνω στα κούτσουρα που καίνε.

-"Μην μου μιλάς για τον πατέρα μου. Δεν έχει καμία σχέση με μένα. Δεν βρέθηκε ποτέ σε μια τέτοια κατάσταση. Είχε βγάλει νόμο με ποινή θανάτου, να μην κυνηγάει κανείς στο δάσος, για να βρίσκει πιο εύκολα θήραμα όταν έβγαινε για κυνήγι. Και όμως οι άνθρωποί μου, εμένα κατηγορούν ότι ζω στον κόσμο μου και σκέφτομαι μόνο τη διασκέδαση."

Τα λόγια του Ρόμπερτ χτυπάνε στα μηνίγγια μου.

Για ποια βοήθεια μιλάς άρχοντά μου? Δεν μας αφήνεις να ζήσουμε ούτε απ'ότι προσφέρει ο τόπος... τις προάλλες οι άντρες σου, κατάφεραν και πιάσανε ένα απ'τα λίγα παλικάρια, που είχαν το θάρρος να συνεχίζουν να βγαίνουν για κυνήγι στο δάσος σου και είχαν καταφέρει να πιάσουν ένα ελάφι... Τον κρέμασαν στο ξέφωτο και πήραν το ελάφι μαζί τους... 

Γυρνάω έξαλλος προς τον διοικητή του στρατού μου.

-"Κρεμάσατε τον γιο της Γκλάντις γιατί σκότωσε ένα ελάφι? Γιατί προσπαθούσε να ταΐσει την οικογένειά του που πεινούσε? Ποιος πήρε τέτοια απόφαση μου λες? Και γιατί δεν με ενημερώσατε?"

Στη δίνη του παρελθόντοςOù les histoires vivent. Découvrez maintenant