Κεφάλαιο 4 - Ποια είσαι?

476 82 143
                                    

Η βροχή ξέσπασε, δυνατή και καθαρή. Και την πιο κατάλληλη στιγμή. Κατάφερε και έπνιξε τη φωτιά που είχε θεριέψει και κατάπινε αχόρταγα ότι έβρισκε μπροστά της.

-"ΑΦΕΝΤΗ! ΑΦΕΝΤΗ! ΔΕΧΤΗΚΑΜΕ ΕΠΙΘΕΣΗ!"

Ένας χωρικός έρχεται τρέχοντας προς το μέρος μας.

-"Τι στο διάολο συμβαίνει πάλι? Άντονι?!"

-"Τζέθρο, φοβάμαι πως η φωτιά στον αχυρώνα, ήταν αντιπερισπασμός."μου λέει ο Άντονι, φανερά ταραγμένος από τις φωνές και τον πανικό που βλέπουμε να φουντώνει μπροστά μας.

Ο χωρικός φτάνει μπροστά μου και πέφτει στα γόνατα βαριανασαίνοντας.

-"Αφέντη, όση ώρα ήσουν απασχολημένος με τη φωτιά στον αχυρώνα, μια ομάδα έφιππων, μπήκε στην ανατολική πλευρά του Χάνγκερφορντ. Σκότωσαν όποιον βρήκαν μπροστά τους και κάψαν σπίτια. Πρέπει να έρθεις αμέσως."

Τι πράγμα?!!! Δεν είναι δυνατόν να συμβαίνει αυτό!

-"Άντονι, το άλογό μου. Πάρε δέκα άντρες και ακολουθείστε με στο γεφυράκι. Γρήγορα!"

Καλπάζω με ορμή προς την ανατολική πλευρά του χωριού. Το χάος εξαπλώνεται! Σε λίγο θα μας πνίξει όλους. Νεκροί υπήκοοί μου. Δεν μπόρεσα να τους προστατέψω. Θλίψη με κυριεύει. 

Πλησιάζοντας, βλέπω μια σειρά από σπίτια να έχουν παραδοθεί στις φλόγες. Μια ανθρώπινη αλυσίδα έχει στηθεί από το ποτάμι ως τα παραδομένα στη φωτιά σπίτια και άνθρωποι περνάνε κουβάδες με γρήγορο ρυθμό ο ένας στον άλλον, που τους γεμίζουν απ'το γεφυράκι πάνω απ'το ποτάμι.

Πηδάω απ'το άλογο και δίνω εντολή στους άντρες μου, να βοηθήσουν με όποιο τρόπο μπορούν. Πέφτουμε όλοι με κλαριά, κουβάδες και φτυάρια, να προσπαθήσουμε να ελέγξουμε τη φωτιά.

.

.

Νιώθω εξουθενωμένος! Όχι τόσο απ'την υπερπροσπάθεια να σβήσω τη φωτιά, που έχει κάνει όλα τα μέλη μου να πονάνε, αλλά από το μέγεθος της καταστροφής και του πόνου που με περικλείει. Καταφέραμε και σβήσαμε τη φωτιά και τώρα πιο ψύχραιμα πλέον, μπορώ να αντικρίσω το μέγεθος του χάους που μας έχει ζώσει.

Η Γκέιλ, η καλοκάγαθη αυτή κυρούλα, πεσμένη στα γόνατα, πάνω απ'το πτώμα του άντρα της, κλαίει με αναφιλητά. Τα κορίτσια της, την έχουν αγκαλιάσει και κοιτάνε το νεκρό πατέρα τους με στοιχειωμένα μάτια.

Δυό νέα παλικάρια, αδέλφια, που δουλεύανε στα κτήματά μου αλλά δεν θυμάμαι τα ονόματά τους, νεκρά και αυτά λίγο πιο πέρα. Μια κοπέλα έχει σκύψει πάνω απ'τον μεγαλύτερο και του χαϊδεύει τα μαλλιά, κλαίγοντας με λυγμούς.

Στη δίνη του παρελθόντοςDove le storie prendono vita. Scoprilo ora