Κεφάλαιο 20 - Το μήνυμα

336 70 102
                                    

-"Σίλια είσαι καλά?" την ρωτάω όσο πιο χαμηλόφωνα μπορώ.

-"Άρχοντά μου, δόξα τω Θεώ, είσαι ζωντανός." μου λέει με ελαφρώς σκυμμένο το κεφάλι, ενώ συνεχίζει να ξεπλένει πατάτες και να τις ρίχνει μέσα στο καλάθι της.

-"Πού είναι οι υπόλοιπες κοπέλες? Τις έχεις δει?"

-"Μας έχουν χωρίσει άρχοντά μου, αλλά απ'όσο ξέρω είναι όλες ζωντανές."

-"Η Ιζαμπέλα?" λέω και η φωνή μου σπάει. Η σκηνή που παίχτηκε πριν με τη Σίλια και τη Λούσι, το γεγονός ότι δεν είναι μαζί, με κάνει να φοβάμαι να ακούσω την απάντηση που θα μου δώσει η Σίλια.

Η αντίδρασή της με κάνει να παγώσω ακόμα περισσότερο. Δεν απαντάει αμέσως, μόνο σκύβει το κεφάλι. Βουρκώνει. Το ανασηκώνει και αφού κοιτάζει άλλη μια φορά γύρω της μου λέει :

-"Είμαστε μαζί συνέχεια, μέχρι χτες το βράδυ. Κοιμηθήκαμε μαζί. Το πρωί που σηκώθηκα, ήταν άφαντη. Πανικοβλήθηκα! Δεν ήξερα πού να ψάξω, σε ποιον να απευθυνθώ. Πήγα κατευθείαν  στη Λούσι, που είναι εδώ, στα μαγειρεία. Η Λούσι το είπε στον στρατιώτη που μας εποπτεύει. Του είπε ότι το πρωί που σηκωθήκαμε δεν ήταν μαζί μας και ανησυχούμε μήπως της συνέβη κάτι."

Σταματάει πάλι να μιλάει και χαμηλώνει το κεφάλι.

-"Σίλια, λέγε δεν έχουμε πολύ χρόνο. Τι σας απάντησε?"

-"Έφυγε άρχοντά μου και μετά από ώρα όταν γύρισε, γελούσε μαζί μας που ανησυχούσαμε. Μας είπε: 

-Ξεχάστε τη, γυάλισε στο διοικητή, δεν θα έχετε άλλη βοήθεια απ'αυτή.- 

Δεν μας είπε τίποτε άλλο, μόνο απομακρύνθηκε ξεραμένος στα γέλια, κάνοντας άσεμνες χειρονομίες και λέγοντας ότι περνάει καλά η φίλη μας."

-"Τζέθρο!" ακούω τη φωνή του Άντονι να με προειδοποιεί. Κάποιος πλησιάζει αγριεμένος προς τη Σίλια. Χώνομαι πίσω μέσα στους θάμνους. Ο στρατιώτης βουτάει τη Σίλια απ'τα μαλλιά και τη σηκώνει όρθια. Οι πατάτες που βαστάει πέφτουν και κυλάνε δεξιά και αριστερά. Της ξεφωνίζει φτύνοντας, ότι χαζεύει και ότι καλά θα κάνει να κάνει γρήγορα, γιατί θα τη δέσει στο στύλο και θα τη χτυπήσει μέχρι λιποθυμίας.

Η Σίλια κλαψουρίζοντας του ζητάει συγνώμη και πέφτει στα γόνατα να μαζέψει όσο πιο γρήγορα μπορεί τις πατάτες που σκορπίσανε. Μετά γυρνάει την πλάτη και φεύγει τρέχοντας προς την υπαίθρια κουζίνα.

Σφίγγω τις μπουνιές μου με μανία. Κάφροι! Να μπορούσα να τον πιάσω στα χέρια μου, θα τον έπνιγα μέσα στα παγωμένα νερά του ποταμού. 

Στη δίνη του παρελθόντοςDonde viven las historias. Descúbrelo ahora