~Ασημένιο Κουτί: 2~

8 1 0
                                    

Part 2

Μια μέρα ένα μικρό, γλυκό, καλό και πονεμένο αγόρι έτυχε να βρεθεί σε εκείνες τις σκάλες που οδηγούσαν σε αυτό το σκοτεινό υπόγειο, αφού είχε χτυπηθεί κι αυτό υπεραρκετά από την ζωή, από απελπισία, είπε να κατέβει τα σκαλιά και να χαθεί μέσα στο σκοτάδι του υπογείου, ένα προς ένα κατέβαινε τα σκαλιά, αργά και απελπισμένα μέχρι που έφτασε στην κλειστεί πόρτα του υπογείου, δυσκολεύτηκε αρκετά να την ανοίξει, με ζόρι και με τα δυο του χέρια, κατάφερε να την ανοίξει και κατευθείαν, στο βάθος του υπογείου, στο πιο ψηλό σημείο, σε ένα ράφι, σε μια ακρούλα, γυάλισαν τα μάτια της κούκλας με αποτέλεσμα να τραβήξουν την προσοχή του μικρού αγρίου αμέσως, πάλι τα μάτια της ήταν σαν να είχα δακρύσει μόλις και καθώς την πλησίασε, ένα δάκρυ κύλισε στο πορσελάνινο και κρύο μάγουλό της! Το αγόρι σοκαρίστηκε αλλά, για έναν παράξενο λόγο δεν φοβόταν, δεν ένιωθε τίποτε τρομακτικό, ούτε κάτι κακό για την κούκλα! Παρά μόνο είχε περιέργεια να την κατεβάσει για να την δει, να την εξερευνήσει, να την παρατηρήσει καλύτερα, σκαρφάλωσε από ράφι σε ράφι και όταν έφτασε κοντά στην κούκλα παρατήρησε πως ήταν ραγισμένη παντού και ένα δάκρυ κύλισε και στο δικό του μάγουλο, δεν ήθελε να την σπάσει αλλά, ήθελε και να την κατεβάσει, να την δει!
Καθώς την κοίταγε με θλίψει και ανησυχία, σκεφτόταν το πως θα την κατέβαζε από εκεί χωρίς να πάθει κακό, παρατήρησε τα μάτια της και μαγεύτηκε, λες και είχαν βάθος, σαν τα ανθρώπινα μάτια, λες και ήθελε να μιλήσει, να του πει κάτι, το αγόρι θα ρίσκαρε την σωματική του ακεραιότητα με κίνδυνο να πέσει, την πείρε αγκαλιά και με τα δυο του χέρια, δεν είχε συνειδητοποιήσει το πόσο μεγάλη ήταν τελικά σε μέγεθος και βάρος για κούκλα όμως, δεν τον ένοιαζε, τον ενθουσίασε κιόλας, χωρίς λοιπόν να κρατιέται από κάπου ξεκίνησε να κατεβαίνει από ράφι σε ράφι έτσι όπως ανέβηκε, σίγα και σταθερά, βήμα προς βήμα και πάνω που θα έφτανε στο τέλος, στραβοπάτησε και πέφτοντας κατάφερε, η κούκλα, να πέσει πάνω του προκειμένου να μην πάθει ούτε τόσο δα μικρό κακό, το αγόρι όμως χτύπησε την πλάτη του μα, έγινε ένα θαύμα, η κούκλα ζωντάνεψε και του μίλησε: «Είσαι καλά;;;»
Το αγόρι καθώς είχε σφιχτά κλειστά τα μάτια λόγο του πόνο, άκουσε μόνο την φωνή και τρόμαξε, ανοίγοντας απότομα τα μάτια του παρατήρησε την κούκλα ακίνητη μα, ανοιγόκλεινε τελικά τα μάτια της από μόνη της, είχε μαγευτεί από την γλυκεία φωνή που είχε ακούσει και η κούκλα ξανά επανέλαβε: «Είσαι καλά γλυκό αγόρι;»
Το αγόρι έμεινε ακίνητο για λίγο και σοκαρισμένο να κοιτά! "Αποκλείεται να μου μιλά στ' αλήθεια ιδικά με μια τόσο μαγική φωνή, μάλλον ονειρεύομαι αλλά, γιατί δεν ξυπνάω;" σκέφτηκε!
Πείρε όμως την απόφαση να της απαντήσει: «Ναι, έτσι νομίζω!»
Και η κούκλα αποκρίθηκε: «Σίγουρα;;; Μήπως πονάς;;;»
Και το αγόρι έσπευσε να την καθησυχάσει: «Όχι, μην ανησυχείς για εμένα, καλά είμαι! Εσύ;;; Δεν έσπασες κάπου, έτσι;;;»
Και η κούκλα του απαντά: «Για να με βλέπεις να σου μιλώ μάλλον όχι αλλά, και να έσπασα κάπου δεν με νοιάζει πια!»

~Η ψυχή που δεν γνώρισε κανείς!~Nơi câu chuyện tồn tại. Hãy khám phá bây giờ