10.1

416 57 4
                                    

ΡΑΜΟΝ

Ξαπλωμένος στο τροχήλατο συγκολλούσα μια λαμαρίνα όταν τα πόδια της έγιναν κορνίζα πλάι στον θώρακά μου. Τραβήχτηκα έξω με το πιστόλι συγκόλλησης στο χέρι και τη μάσκα προστασίας στο πρόσωπο. Οι γάμπες της ήταν μες τα γράσα. Πώς είχε καταφέρει να λερωθεί εκεί, την τρέλα μου; Άρχισα να την καθαρίζω με το πανί κι όταν συνειδητοποίησα τι στον διάολο έκανα, φρίκαρα. Την άγγιζα αλλά που; Η βρωμιά ήταν στη γάμπα κι εγώ είχα φτάσει στο γόνατο. Είχα παραβιάσει τον προσωπικό της χώρο σαν ανώμαλος.

Τα παράτησα και σηκώθηκα.

«Τι συμβαίνει;» ρώτησα κοφτά.

«Χρωστάει και δεν πληρώνει» είπε με το ίδιο ύφος κι εν μέρει ηρέμισα. Συμπεριφερόταν φυσιολογικά οπότε δεν είχα μαλακιστεί χοντρά.

«Ποιος;»

Ανέμισε ένα τιμολόγιο μπροστά μου. «Ο κύριος Άνταμ Μπείκερ πριν λίγο μου έκλεισε το τηλέφωνο στα μούτρα. Δεν έχει, λέει. Θέλει χρόνο, λέει, και επίσης, λέει, θέλει να περάσει να του κάνεις αντικατάσταση στην μπαταρία γιατί έχει πρόβλημα, κι όλα αυτό με πίστωση, λέει».

«Πες του να έρθει αύριο».

«Ορίστε;»

Έβγαλα τη μάσκα και πλησίασα τον πάγκο.

«Αύριο το πρωί παραλαμβάνω από προμηθευτές άρα το απόγευμα θα μπορώ να τον εξυπηρετήσω».

«Ραμόν, άκουσες τι σου είπα;»

«Ναι. Κι εσύ άκουσες τι σου απάντησα».

Άρχισα να ψάχνω το εργαλείο που χρειαζόμουν για την επισκευή και με ένα πήδημα κάθισε στον πάγκο μπλοκάροντας το πιο κρίσιμο σημείο.

«Δηλαδή θα τον εξυπηρετήσεις;»

«Ασχολήσου με άλλον πελάτη».

«Το τιμολόγιο έληξε χτες, Ραμόν. Πρέπει να πληρώσει».

«Αν δεν έχει χρήματα πώς θα πληρώσει, άγγελέ μου;»

«Με ειρωνεύεσαι;»

Δεν την ειρωνευόμουν, μιλούσα σοβαρά. Οι περισσότεροι που μπαινοέβγαιναν εκεί μέσα με το ζόρι τα έβγαζαν πέρα. Οριακά ανήκαν στη μεσαία κοινωνική τάξη και πάλευαν να καλύψουν τις υποχρεώσεις τους. Δεν ήταν ώρα να κάνουμε αυτή την κουβέντα, είχα δουλειά και με εκείνη τόσο κοντά ήμουν έτοιμος να ξανά χάσω την μπάλα.

«Ποιος υπέγραψε για να πάρει το αυτοκίνητό του χωρίς να πληρώσει;»

Της έγνεψα να μετακινηθεί.

«Εσύ το έκανες» με κατηγόρησε ανεμίζοντας ξανά το χαρτί μπροστά στα μάτια μου. «Υπέγραψες και τώρα θα αφήσει το συνεργείο χρεωμένο όπως και άλλοι δέκα που έχω μιλήσει από το πρωί. Έχουμε παθητικό ταμείο. Το ξέρεις;»

«Το ξέρω». Κατέβασα το χαρτί που έκρυβε το πρόσωπό της και την έδειξα. «Άρα άσε με να κάνω τη δουλειά μου για να καλύψω τα σπασμένα».

«Τα χαμένα εννοείς».

Ακόμα κρατούσα το χέρι της στο πλάι.

«Έστω».

Με έδειξε με τη σειρά της και ο δείχτης της άρχισε να χτυπάει το στέρνο μου. «Χαμένα που θα γίνουν περισσότερα αύριο το απόγευμα».

«Χρειάζεται βοήθεια, θα την έχει».

Το στόμα της έγινε μια ευθεία γραμμή και έσκυψε θυμωμένη στο πρόσωπό μου.

«Δεν θυμάμαι να με βοήθησες όταν σε χρειαζόμουν».

Γαμώτο...

«Τότε που μας πέτυχες στην Κορύφωση» το έκανε πιο συγκεκριμένο. «Με κάρφωσες στους δικούς μου και πήρα δύο εβδομάδες ποινή. Γιατί εκείνος να έχει βοήθεια κι εγώ δεν είχα».

Έσφιξα τα δόντια.

Αλήθεια; Αυτό ήθελε να συζητήσουμε; Αυτό είχε σκάσει σαν πρόβλημα και χόρευε παρέα με τις ορμόνες της;

«Αν δεν ήμουν εκεί θα σου είχαν πασάρει ναρκωτικά και θα σε παραλάμβανε από το κρατητήριο ο Βίκτορ» της θύμισα. Σταμάτησε να με αγγίζει κι αντί να νιώσω καλύτερα ένιωσα να αδειάζω.

Σκατά. «

Πες του να έρθει αύριο. Τέλος».

«Δεν σου αρέσω πια;»

«Ορίστε;»

Έσκυψε και με μύρισε στον λαιμό.

«Δεν έβαλες κολόνια σήμερα». Έγειρε το κεφάλι στο πλάι και με κοίταξε με απορία. «Τα ξαναβρήκες με την Τζανίς;»

VMA_ΠΑΘΟΣ #4Where stories live. Discover now