κεφάλαιο 65

25.5K 1.5K 259
                                    



ΟΡΕΣΤΗΣ

Σε όλη τη διαδρομή η Τζορτζίνα με αγγίζει. Με θέλει και την θέλω.. της λέω ότι είναι δύσκολο να σταματήσουμε κάπου, θα μπορούσα να το κάνω αλλά δεν της αξίζει τέτοιο πήδημα... της χρωστάω κάτι που θα της μείνει αξέχαστο.. συνέχεια την κοιτάω, της λέω ότι θα φτάσουμε σε περίπου πέντε ώρες. Έχει κέφια και μου απαντάει ότι θα αρχίσει να μετράει αντίστροφα, μου δηλώνει ότι κάθε μια ώρα θα βγάζει και από ένα ρούχο... την παρατηρώ, φοράει μόνο ένα φόρεμα και υποθέτω εσώρουχα! Και μόνο στη σκέψη ότι θα μείνει γυμνή, νιώθω τον καβάλο μου να φουντώνει και να πάλλεται. 

Συνεχίζουμε το δρόμο μας και τα υπονοούμενα πέφτουν βροχή, όταν περνάμε στις δηλώσεις, τι θα της κάνω και τι θα μου κάνει, νιώθω τον αέρα στο αμάξι να λιγοστεύει. Όταν συμπληρώνεται η πρώτη και η δεύτερη ώρα βγάζει τα σανδάλια της, την τρίτη ώρα αφαιρεί το σουτιέν της και κάνω παρατιμονιά. Με δουλεύει και με ρωτάει ειρωνικά που έχω το μυαλό μου! Ξέρει που το έχω! Όταν φτάνει η στιγμή που βγάζει το εσώρουχο της τρελαίνομαι... δεν προλαβαίνω να το σκεφτώ παραπάνω και χτυπάει το κινητό μου.

Βλέπω τον αριθμό που με καλεί, είναι η Αγγελική, το σηκώνω και την ακούω να μιλάει χαρούμενη. Με ρωτάει που ακριβώς είμαστε και της λέω. Θέλει να πάμε πρώτα από το σπίτι της και μετά να ανεβούμε στο βουνό. Προσπαθώ να το αποφύγω αλλά δεν τα καταφέρνω. Κλείνω το τηλέφωνο και λέω στη Τζορτζίνα ότι θα πρέπει να κάνουμε μια στάση στα Γρεβενά..

«Τι λες θα αντέξεις;» την ρωτάω

«Δεν είμαι σίγουρη... έχω βγάλει ήδη τα εσώρουχα και τα παπούτσια μου!»

«Το ξέρω γαμώτο! Το ξέρω!» γελάει και ξέρει σε τι κατάσταση με έχει φέρει. Ανεβάζει τα πόδια της στο ταμπλό του αυτοκινήτου και το φόρεμα της ίσα που καλύπτει... ότι μπορεί να καλύψει. Τεντώνεται πίσω και είμαι έτοιμος να παρκάρω στη άκρη, αν ήταν βράδυ δεν θα το σκεφτόμουνα καθόλου. «Τζορτζίνα... αν θες να φτάσουμε... κατέβασε τα πόδια σου και συμμορφώσου! Μου είναι αρκετά δύσκολο όλο αυτό και μόνο που το φαντάζομαι, το να το βλέπω και να μη μπορώ να κάνω κάτι, είναι μαρτύριο!

«Εντάξει μωρό μου..» κατεβάζει τα πόδια της «Απλά ήθελα να δροσιστώ λίγο..»

«Την τύχη μου..» μουρμουρίζω και γελάει.

Φτάνουμε έξω από το σπίτι της Αγγελικής και δεν είμαι σίγουρος ότι μπορώ να βγω από το αμάξι. Εκείνη πριν πεταχτεί έξω σκύβει προς το μέρος μου, με αγκαλιάζει και βάζει μέσα από τη μπλούζα μου το εσώρουχο της. Βγαίνει από το αμάξι και αγκαλιάζεται με την αδερφή μου και την Ειρήνη. Τους ακολουθώ με δυσκολία και ελπίζω να μη προσέξει κανένας το εξόγκωμα στο παντελόνι μου. Τα κορίτσια προπορεύονται, μόλις μπαίνω στο σπίτι, τους λέω ότι πρέπει να αλλάξω και πάω στον ξενώνα. Κάθομαι στο κρεβάτι και προσπαθώ να ηρεμήσω..

Κάποιος να την προσέχει..Donde viven las historias. Descúbrelo ahora