κεφάλαιο 32

15.4K 1.3K 55
                                    


ΤΖΟΡΤΖΙΝΑ

Η μαμά μου επιτέλους έχει αρχίσει να συνέρχεται. Δεν μπορώ να καταλάβω τι έπαθε. Αυτός φταίει! Με είδε η μανούλα μου έτσι έξαλλη και ταράχτηκε. Της τρίβω τα χέρια και της προσφέρω ακόμα λίγο νερό. Ο Ορέστης κάθεται στην πολυθρόνα και μας κοιτάει. Σηκώνομαι όρθια και στέκομαι μπροστά του.

«Νομίζω ότι ήρθε η ώρα να φύγεις! Δεν θέλω να σε ξανά δω μπροστά μου!»

«Τζορτζίνα κόφτο! Σου είπα τα πάντα. Τι έχεις καταλάβει τόσο καιρό; Λες να μη μπορούσα να βρω κάποια άλλη και απλά εσύ ήσουν πιο βολική;»

«Όπως τα λες!» Σηκώνεται όρθιος και στέκεται μπροστά μου, αναγκάζομαι να σηκώσω το κεφάλι μου για να τον κοιτάξω στα μάτια.

«Μέχρι τώρα σου έχω δείξει, μόνο τον καλό μου εαυτό... σύνελθε και ξεκίνα να σκέφτεσαι, μη δεις και τον κακό μου..»

«Φύγε τώρα!»

«Τζορτζινα...» ακούω την μαμά μου «Ας τον να μείνει..» τι; Όχι!

«Μαμά δεν τον θέλω εδώ, με κορόιδεψε...» ανακάθεται «καθίστε και οι δύο, θέλω να σας μιλήσω..» κάθομαι δίπλα στη μαμά μου και εκείνος στην πολυθρόνα. «Θα σας πάω λίγο πίσω, τότε που ζούσα στην Αθήνα..

Όταν ήμουνα δεκαεννέα ετών γνώρισα ένα παλικάρι, κάναμε σχέση και ήμασταν πολύ ευτυχισμένοι. Εγώ τότε δούλευα σε ένα μαγαζί με ανδρικά ρούχα, εκείνος είχε μπει μόλις στο σώμα της αστυνομίας. Ήταν όμορφος και μου φερόταν σα βασίλισσα. Ποτέ δε μιλούσε για την οικογένεια του, ήξερα ότι ήταν πολύ πλούσιοι αλλά μόνο αυτό. Δεν με ενδιέφερε να μάθω κάτι παραπάνω. Ήμασταν σχεδόν ένα χρόνο μαζί όταν έμαθα ότι είχα μείνει έγκυος. Φάνηκε ότι χάρηκε, το ίδιο βράδυ μου γνώρισε τον έναν από τους αδερφούς του, τον Αργύρη. Είχαν ένα χρόνο διαφορά και μοιάζανε πολύ. Φαινόταν καλός άνθρωπος. Η συζήτηση γρήγορα έφτασε στο πως θα έλεγε στους γονείς τους την είδηση της εγκυμοσύνης. Ο Αργύρης γελούσε, τον ρώτησα γιατί γελάει και μου απάντησε ότι το πρόβλημα δεν ήταν οι γονείς τους, αλλά ο μεγάλος τους αδερφός. Εκείνη ήταν η προτελευταία φορά που είδα τον Φίλιππο.» πίνει λίγο νερό και συνεχίζει..

«Πέρασε μία εβδομάδα, δύο, τρεις.. κατάλαβα ότι είχε πάρει την απόφαση του. Μιας και ήμουν ορφανή, έμενα με τη θεία μου, δούλευα και έπαιρνα και μια μικρή σύνταξη από τον πατέρα μου. Δεν σκέφτηκα στιγμή να μη γεννήσω αυτό το παιδί. Δούλευα κανονικά μέχρι τον πέμπτο μήνα, δεν είχα πάρει σχεδόν καθόλου κιλά, φορούσα φαρδιά ρούχα και η εγκυμοσύνη μου δε φαινόταν, είχα σκοπό να δουλέψω μέχρι ωσότου μπορούσα. Μια μέρα, ήρθε στο μαγαζί ένας νέος άντρας κουστουμαρισμένος. Τον εξυπηρετούσα και με παρατηρούσε εξονυχιστικά, ενοχλήθηκα και του το είπα.

Κάποιος να την προσέχει..Dove le storie prendono vita. Scoprilo ora