26. Νευρική ανορεξία

347 55 6
                                    

Ξεκινάω για το σχολείο. Είναι η πρώτη μέρα μετά τα Χριστούγεννα. Αν μπορούσαν να τα κρατήσουν κλειστά για μια εβδομάδα ακόμη, εγώ θα ήμουν ευχαριστημένη. Άλλωστε ο ύπνος μου είναι ελάχιστος. Όλο αργώ να κοιμηθώ εξαιτίας του Άνταμ που όλο βόλτες έχει στο μυαλό του.

Φθάνοντας στο σχολείο βλέπω τους μαθητές να κάθονται σε παρέες και να γελάνε ξέγνοιαστα. Εγώ, όμως, έχω μια αποστολή σήμερα. Να εξιχνιάσω το ζήτημα της Κάτιας. Δεν θα απογοητεύσω τον κύριο Γιώργο. Πατέρας είναι ανησυχεί. Και εγώ φίλη και μπορώ να καταλάβω πως είναι να χάνεις ένα άτομο από την ζωή σου.

Δεν την βλέπω πουθενά. Περνάω από την μεγάλη είσοδο στο προαύλιο και κατευθύνομαι βιαστική στην τάξη. Άλλωστε δεν έχω κανέναν να καθίσω στην παρέα του.

Δεν περνάει πολύ ώρα και όλοι βρισκόμαστε στις τάξεις για μάθημα. Έχουμε Βασιλειάδη. Ο και καλά αγαπημένος καθηγητής της Κάτιας. Πού είναι εκείνη; Δεν θα έρθει; Είμαι σίγουρη πως κοντεύει να μείνει από απουσίες.

Ο καθηγητής μπαίνει μέσα και οι μαθητές κάθονται με βιαστικές κινήσεις στα θρανία. Ο Ανδρέας με κοιτάει από το απέναντι θρανίο. Τι έγινε; Δεν θα καθήσεις στην άδεια καρέκλα δίπλα μου;

Μόλις ο καθηγητής είναι έτοιμος να ξεκινήσει το μάθημα κάτι απρόσμενο συμβαίνει. Η πόρτα χτυπάει και η φιγούρα της Κάτιας εμφανίζεται.

"Συγνώμη" λέει βιαστικά "μπορώ να περάσω;"

"Πέρασε Παπασταύρου". Όταν ο καθηγητής είναι κοντά στο μαθητή, σκέφτομαι ειρωνικά.

Η Κάτια χωρίς να γυρίσει στιγμή να με κοιτάξει τακτοποιείται στην θέση δίπλα μου. Της χαμογελώ γλυκά. Τα μάτια της πέφτουν στα δικά μου. Αλλά τα δικά της είναι πλημμυρισμένα τύψεις. Πως να μην έχει άλλωστε όταν μου έχει αποκρύψει τόσα από τη ζωή της και με έχει βγάλει από αυτή χωρίς καμία δικαιολογία; Μου ανταποδίδει το χαμόγελο και στρεφόμαστε και οι δυο μπροστά ώστε να παρακολουθούμε τον καθηγητή.


Το κουδούνι χτύπησε λίγη ώρα αργότερα και η Κάτια σηκώθηκε, πήρε ψιλά από την τσάντα της και πήγε να φύγει.
"Κάτια" φώναξα πίσω της. "Περίμενε με να πάμε μαζί κυλικείο". Κοντοστάθηκε για λίγο έως ότου πάρω χρήματα από την τσέπη του μπουφάν μου. Θεέ μου, νιώθω σαν να την παρακαλάω, γκρίνιαξα από μέσα μου. Την πλησίασα και όταν άρχισε να προχωράει μπροστά από μένα πρόσεξα ότι το σώμα της κάτω από τα φαρδιά μαύρα ρούχα που φορούσε είχε μείνει το μισό. Κυριολεκτικά. Αν το έπιανα, θα ένιωθα το κόκκαλο. Το πρόσωπο της δεν έδειχνε να είχε ρέψει και αυτό μόνο και μόνο επειδή ήταν στρογγυλό.

ΝαταλίNơi câu chuyện tồn tại. Hãy khám phá bây giờ