(Βάλτε μουσική και ψηφίστε την προσπάθειά μου)
Βρισκόμασταν στο αυτοκίνητο του πατέρα του γιατί θα πηγαίναμε στο πατρικό του. Μην με ρωτήσετε πως συνέβαινε αυτό. Έτσι και αλλιώς στο αν συνέβαιναν συνέχεια διάφορα αλλόκοτα πράγματα και είχα αρχίσει να μην δίνω σημασία.
Γινόταν ρεύμα και τα μαλλιά μου είχαν σηκωθεί όρθια προς κάθε κατεύθυνση. Αλλά μου άρεσε. Το απολάμβανα για την ακρίβεια. Καθόμουν σταυροπόδι πάνω στο κάθισμα και είχα βάλει να παίζουν τραγούδια στο ραδιόφωνο ενώ συγχρόνως τραγουδούσα τους στίχους.
Είχα ζητήσει εξαρχής από τον Άνταμ να κάτσω πίσω στην καρότσα διότι δεν είχα κάτσει ποτέ μου και πάντα ήθελα να νιώσω πως είναι- ιδίως τέτοια εποχή- άνοιξη.
Αλλά μου το αρνήθηκε φοβούμενος μην πέσω και γκρεμοτσακιστώ. Δεν είμαι καν τόσο αδέξια!
Τα αγροτικά αυτοκίνητα για κάποιο λόγο μου αρέσουν. Έχουν μια δόση περιπέτειας, εκδρομής και καλοκαιριού. Μιας άλλης διάθεσης και αύρας. Αλλά και πάλι: μόνο να είμαι συνοδηγός σε αυτά τις ζεστές μέρες.
"Supergirls can fly!" τραγούδησα το ρεφρέν του αγαπημένου μου τραγουδιού. Ταίριαζε γάντι στην περίσταση.
"Ώ είσαι παράφωνη. Καλύτερα να κλείσω τα αυτιά μου" και άφησε με το ένα χέρι του το τιμόνι για να κλείσει το αυτί που βρισκόταν από την πλευρά μου.
Υπό κανονικές συνθήκες θα του τραβούσα το χέρι μέχρι να ξεκολλήσει από το αυτί του.
"Οδήγα και με τα δύο χέρια" του ύψωσα λίγο παραπάνω την φωνή και άλλαξα το ύφος μου σε σοβαρό. Εικόνες του τροχαίου με κατέκλυσαν. Ποιος ξέρει τι θα γινόταν αν συνέβαινε κάτι παρόμοιο εδώ. Δεν ξέρω αν θα άντεχα καν να το ξαναζούσα.
"Τι έγινε;" ρώτησε και γύρισε να κοιτάξει προς το μέρος μου. Αυτή τη φορά κράτησε και με τα δυο χέρια το τιμόνι.
"Τίποτα" είπα και στριφογύρισα τα μάτια.
"Ξανατραγούδα λίγο. Πρέπει να ακούσω λίγο ακόμα αυτή την παράφωνη φωνή σου. Νομίζω έχω εθιστεί" είπε με πειραχτικό τόνο και έβαλε στιγμιαία το χέρι στην καρδιά. Δεν άργησε να το επαναφέρει πάνω στο τιμόνι. Καλό παιδί.
"Θα κάνω μια προσπάθεια" του απάντησα και χαμογέλασα πονηρά.
"Ναι για κάνε"
"Superrr-gii-rls" ξεκίνησα να τραγουδώ βάζοντας τα δυνατά μου να είμαι άσος της παραφωνίας προς ευχαρίστηση του.
"Ναι ναι φτάνει" με διέκοψε "νομίζω πήρα τη δόση μου"
"Α, αλήθεια;" είπα με περιέργεια αφού δεν πρόλαβα να ολοκληρώσω καν την πρώτη λέξη.
"Ναι βέβαια. Φτάσαμε κιόλας" και τράβηξε το χειρόφρενο παρκάροντας πρόχειρα έξω από ένα ξύλινο εξοχικό σπίτι κοντά στη θάλασσα.
Η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει γρηγορότερα. Ποτέ άλλοτε δεν είχα γνωρίσει τους δικούς του. Δεν ήθελα να είμαι μια απογοήτευση.
"Έλα τι έγινε; Βγες από το αυτοκίνητο" μου είπε καθώς είχε έρθει από την πλευρά μου και μου είχε ανοίξει την πόρτα μου.
"Γιατί με έφερες εδώ;" τόλμησα να τον ρωτήσω για πρώτη φορά ύστερα από ώρα. Ο Άνταμ στην πραγματική ζωή δεν το είχε κάνει. Ίσως γιατί δεν ζούσαν στην περιοχή μας οι γονείς του ή ίσως για κάποιον άλλο λόγο, που δεν ήξερα. Αλλά αυτή η κίνηση παραήταν βιαστική.
Αποφάσισα να αφήσω παράμερα τις σκέψεις μου και να αφοσιωθώ στις γραμμές του προσώπου του. Να διαβάσω τις σκέψεις του.
Ανάμεσα στα πυκνά φρύδια του έλαβαν χώρα δυο βαθιές γραμμές. Τα μάτια του μίκρυναν και τα χαρακτηριστικά του πόνεσαν.
"Άνταμ, τι συμβαίνει;" ρώτησα και βγήκα από το αυτοκίνητο.
"Δεν...δεν" κόμπιασε.
"Δεν, τι δεν;" επέμεινα.
"Δεν είναι η κατάλληλη ώρα" ολοκλήρωσε.
"Δεν σε καταλαβαίνω" του είπα όλο πείσμα και σταύρωσα τα χέρια μου κάτω από το στήθος μου.
"Δεν χρειάζεται"
"Όχι χρειάζεται"
Ξεφύσηξε νικημένος και με κοίταξε μέσα στα μάτια ύστερα από ώρα.
Έκλεισε με δύναμη την πόρτα του αυτοκινήτου και γύρισε προς το μέρος μου.
"Οι γονείς μου χωρίζουν" μου αποκάλυψε.
Ένιωθα ακριβώς όπως ένιωθε. Τον καταλάβαινα. Μάλιστα σκέφτηκα αν το αν αντέστρεψε τις θέσεις μας και οι δικοί του γονείς είναι αυτή τη φορά αυτοί που χωρίζουν. Αλλά κάτι μου έλεγε πως ο Άνταμ στην πραγματική ζωή μου το είχε αποκρύψει.
Ακόμα και έτσι όλο αυτό εδώ δεν ήταν...κάπως;
"Και με έφερες εδώ; Σοβαρά;" του έβαλα τις φωνές.
"Εντάξει. Ομολογώ ήταν μια στιγμή αδυναμίας. Ήθελα να το περάσω όλο αυτό με κάποιον. Και ήθελα υπερβολικά πολύ να είσαι εσύ."
"Γιατί;" τον ρώτησα με σπασμένη τη φωνή και με δάκρυα στα μάτια να κάνουν την εμφάνισή τους διότι όλο αυτό μου θύμιζε εκμετάλλευση. Πόσο με ήξερε δηλαδή για να θέλει να βιώσω κάτι τέτοιο μαζί του; Είχε νιώσει όλα αυτά που εγώ ένιωθα μέσα σε τόσο λίγο καιρό; Ερωτήματα κατέκλυζαν το μυαλό μου, ερωτήματα που μόνο ο ίδιος μπορούσε να απαντήσει.
"Γιατί κάθε φορά που είμαι μαζί σου τρελαίνομαι. Με γεμίζεις ασφάλεια. Δεν θα μπορούσα να φανταστώ κανέναν άλλο, εδώ- τώρα- μαζί μου. Δεν ξέρω πως το καταφέρνεις ρε γαμώτο αυτό αλλά δεν μπορώ να το ελέγξω" είπε και ρούφηξα τα δάκρυα βέβαιη πως είχα κοκκινίσει.
Αλλά δεν ήξερα τι να πω. Δυσκολευόμουν να βρω τις κατάλληλες λέξεις. Δεν ήμουν σίγουρη αν έπρεπε να του μιλήσω για το πως νιώθω, να του πω δεν πειράζει ή να του πω συγνώμη. Ή όλα μαζί. Τελικά επέλεξα τη σιωπή.
"Γιατί δεν αντιδράς ρε Ναταλί;" μου φώναξε πληγωμένος όσο εγώ καθόμουν στήλη άλατος και τον κοιτούσα.
"Ω άντε ξεχνά το" είπε πιο επιθετικά και μου γύρισε τη πλάτη πηγαίνοντας προς το σπίτι. Τον ακολούθησα από πίσω και χτυπήσαμε μαζί το κουδούνι.
Η πόρτα άνοιξε και εμφανίστηκε ένας μεσήλικας κύριος. Πιθανόν ο πατέρας του.
"Καλώς ορίσατε" μας είπε αλλά κοιτούσε μόνο το γιο του.
"Γεια σας" του είπα ευγενικά.
"Περάστε μέσα"
Η μητέρα του Άνταμ με τα καστανά μαλλιά της και τα ξεπλυμένα χαρακτηριστικά της βρισκόταν σκυφτή πάνω από ένα τραπέζι γεμάτο χαρτιά.
Ανασήκωσε το βλέμμα της και παραξενεύτηκε που είδε μια άγνωστη στο σπιτικό της πόσω μάλλον όταν ήταν έτοιμη να το διαλύσει.
"Γεια σου αγόρι μου. Η κοπέλα;"
"Ναταλία λέγομαι" διευκρίνισα. Αδιαφόρησε για το σχόλιό μου και κοίταξε τον Άνταμ για περαιτέρω διευκρινίσεις.
"Φίλη μου" της είπε.
Φίλη του, είπα στον εαυτό μου. Φίλη του. Πάλι γυρίσαμε στο μηδέν;
"Και γιατί την έφερες την κοπέλα σε αυτό το χάλι που μας έχει φέρει ο πατέρας σου;"
"Α για να σου πω" τη διέκοψε ο πατέρας του Άνταμ.
Ένας άγριος καβγάς ξέσπασε και δεν ήξερα αν ήταν καλύτερα ή όχι που ο πατέρας μου απάτησε την μάνα μου και όλα έληξαν εκεί. Χωρίς καβγάδες.
Ο Άνταμ ανέβαινε σιγά τα σκαλιά του πάνω ορόφου και μου έκανε νόημα να τον ακολουθήσω. Πολύ ευχαρίστως.
Πήγαμε στο δωμάτιό του. Έμεινε σιωπηλός και προβληματισμένος. Ήξερα ότι δεν είναι ό,τι το καλύτερο να ακούς τους καβγάδες των γονιών σου αλλά είναι ακόμα χειρότερο μπροστά σε ξένους. Και εγώ ήμουν ξένη.
Καθόμουν πάνω στο κρεβάτι του και έβλεπα από τον φεγγίτη έξω, τον καταγάλανο ουρανό.
"Το απόγευμα υπόσχομαι βόλτα" είπε και κάθησε ανάποδα στην καρέκλα, τοποθετώντας το στήθος του στην πλάτη της καρέκλας.
"Όπως νιώθεις" του χάρισα την ευκαιρία να ενεργεί όπως νιώθει και όχι από υποχρέωση.
YOU ARE READING
Ναταλί
General FictionΒραβεύτηκε με το 1ο βραβείο στο διαγωνισμό vilvasawards και με το 2ο βραβείο στους διαγωνισμούς: Ιουνίου 2017- June's Best Contest και The Best Summer Book. #1 στην κατηγορία φαντασίας 14/2/2018 #2 στην κατηγορία φαντασίας 26/3/2018 #3 στην κατηγορί...