5.16 τα ξημερώματα, βλέπω το ρολόι μου. Κλείσε λίγο ακόμα τα μάτια σου.
...
Ανοίγω για χιλιοστή φορά τα μάτια μου και κοιτώ το ρολόι μου. 6:47.
Ανασηκώνω το κεφάλι μου για να δω το σώμα μου με τα νοσοκομειακά ρούχα και τα σωληνάκια.
Σηκώνομαι όρθια εγκαταλείποντας το πάτωμα. Δεν έχει νόημα, παραδέχομαι ύστερα από πολύωρη προσπάθεια ύπνου. Απλά δεν μπορώ να κοιμηθώ.
Στέκομαι πάνω από την Ναταλί. Την Ναταλία που έχει ζήσει τόσα. Που έχει περάσει τόσα πολλά.
Είναι παράξενο να μπορείς να δεις τον εαυτό σου να κοιμάται. Κοιμάμαι κατά κάποιον τρόπο, σωστά; Αλλιώς γιατί άλλωστε θεωρητικά είμαι σε κώμα;
Θέλω να χαιδέψω τα μαλλιά μου παρόλο που είναι ξηρά, μπερδεμένα και αφυδατωμένα ως απόδειξη του τροχαίου.
Τα προσέχω. Έτσι, όπως λαμπυρίζουν στις πρώτες ακτίνες του ήλιου.
Σκύβω πιο κοντά για να τα προσέξω καλύτερα. Προφανώς δεν τα καθαρίσανε ιδιαίτερα καλά. Μικρά κομματάκια γυαλιού είναι διασκορπισμένα ανάμεσα στα μαλλιά μου. Σχεδόν παντού.
Πέφτω στα γόνατα και επαναλαμβάνω φωναχτά:
"Αγγελική. Αγγελική. Αγγελική, απάντα μου. Σε χρειάζομαι" ένας απαλός λυγμός ξέφυγε από τα χείλη μου.
Πήρα μια τόσο βαθιά ανακουφιστική ανάσα που όλος μου ο φόβος εξανεμίστηκε σχεδόν δια μαγείας. Σχεδόν. Διότι αυτό φανέρωσε την παρουσία της προστάτιδος μου στο δωμάτιο.
"Αγγελική, εμφανίσου" σχεδόν παρακάλεσα και ένωσα τις παλάμες μου σε στάση προσευχής.
Τίποτε.
Περίμενα υπομονετικά με τα μάτια κλειστά να έρθει.
Από τις σκέψεις με έβγαλε ο θόρυβος της πόρτας που άνοιξε απότομα και μπήκε μέσα η μαμά μου.
Έκλεισε την πόρτα πίσω της, ήσυχα αυτή τη φορά. Με πλησίασε προσεχτικά και άφησε ένα μικρό λουλουδάκι που είχε προφανώς κόψει η ίδια, στο νοσοκομειακό τραπέζι, δίπλα μου. Δίπλα στο σώμα μου για ακρίβεια. Κάθησε στην καρέκλα δίπλα από το κρεβάτι και με αγνάντευε.
Έβαλε απαλά το χέρι της πάνω στο μάγουλο της Ναταλί που κείτονταν.
Και ένιωσα ένα χτύπο. Ένα χτύπο στην καρδιά μου. Εννοώ παρόλο που ως ψυχή δεν έχω καρδιά, ένιωσα στιγμιαία έναν χτύπο.
"Ξανά κάντο!Σε παρακαλώ! Μου λείπει τόσο πολύ!" την παρακάλεσα ενθουσιασμένη με ένα χαραγμένο χαμόγελο στο πρόσωπό μου.
Με κοίταζε για πολύ ώρα. Τόση πολύ που σε ανθρώπινο χρόνο πρέπει να ήταν γύρω στο μισάωρο.
Βαρέθηκα και προχώρησα προς τη μπαλκονόπορτα του δωματίου. Τράβηξα την κουρτίνα ώστε να μην με εμποδίζει. Πρόσεξα που έβρεχε καταρακτωδώς. Αγγελάκια που είστε; Δεν πετάτε με βροχερό καιρό; Πέρασα μέσα από το γυαλί και βγήκα στο μπαλκόνι. Κοίταξα από κάτω.
Ένα ζευγάρι περπατάει πιασμένο χέρι χέρι κάτω από μια πορτοκαλί ομπρέλα και αναστενάζω μελαγχολικά. Λίγο πιο πέρα σε ένα παγκάκι κάθονται δύο ηλικιωμένες κύριες και πλέκουν γελώντας, κρατώντας συντροφιά η μια στην άλλη.
Ένας άστεγος κάθεται κάτω από ένα δέντρο για να μην βρέχεται. Και τότε προσέχω πως εγώ δεν βρέχομαι. Αυτό δεν μπορούσα να το κάνω ποτέ μου! Είναι τέλειο. Τα κατά σχισμένα ρούχα του και η βρωμιά που ακόμα και από δω αναδύει το όλο θέαμα είναι αποκρουστικά. Δύο αγγελικές φιγούρες στέκονται από πάνω του. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου τους δείχνουν πονεμένα.
Ένας άντρας που περπατάει ερχόμενος από το κυλικείο του νοσοκομείου κρατάει στο ένα χέρι μια τυρόπιτα και στο άλλο μια ομπρέλα ώστε να τον κρατάει στεγνό.
Λίγο πριν προσπεράσει τον άστεγο, που μέχρι εκείνη την ώρα δεν τον έχει καν προσέξει, ο ένας εκ των δύο αγγέλων τον φτάνει και τον αγγίζει απαλά στην καρδιά. Ο άντρας ξαφνικά σταματάει μα φαίνεται σκεπτικός. Κοιτάει μια τον άστεγο και μια τον δρόμο. Ο άλλος άγγελος που ο πόνος είναι γραμμένος στα μάτια του, πλησιάζει και αυτός με τη σειρά του τον άντρα και τον αγγίζει στο κεφάλι- στο μυαλό.
Και τότε ο άντρας πλησιάζει τον άστεγο άνδρα που έχει σπασμούς από την πείνα και το κρύο και του δίνει την τυρόπιτα. Ακουμπάει στην άκρη προσωρινά την ομπρέλα του, ανοίγει το σακίδιο του και βγάζει μια άλλη ομπρέλα. Την αφήνει δίπλα του.
Παίρνει την δική του και φεύγει. Το πρόσωπο του πεινασμένου ανθρώπου τα λέει όλα. Χαμογελάει και δαγκώνει μια μεγάλη μπουκιά. Ύστερα κάθεται κάτω από την νέα του άσπρη ομπρέλα και τρώει το φαγητό του χωρίς να βρέχεται.
Οι άγγελοι τον πλησιάζουν ξανά. Φοράνε άσπρα ρούχα. Έτσι, τους ξεχωρίζω.
Σκύβουν και αφήνουν ένα φιλί ο καθένας στο μάγουλο του φτωχού. Ο φτωχός κλείνει τα μάτια από ευχαρίστηση και καταπίνει την μπουκιά του.
Πιάνονται χέρι χέρι και φεύγουν χαρούμενοι αυτή τη φορά.
"Πως είναι; Είναι καλά;" ακούω να φωνάζει μια φωνή από μέσα.
Περνάω το γυαλί και τραβάω την κουρτίνα ώστε να καταλάβω ποιος ακριβώς είναι. Και αν είναι ο Άνταμ; Παίζει το μυαλό μου το παιχνίδι του.
"Διονύση τι κάνεις εδώ;" μου ξεφεύγει τελικά αλλά πλέον είμαι συνηθισμένη στο να μιλάω και μην περιμένω απάντηση.
"Δεν θα το έλεγα" ακούω τη μάνα μου να λέει πικραμένα.
"Μπορώ να έχω λίγο χρόνο μαζί της;"
"Λίγο χρόνο μαζί μου;" και σταύρωσα τα χέρια κάτω από το στήθος μου, μπερδεμένη.
"Βεβαίως" και έφυγε από το δωμάτιο με βαριά καρδιά.
Πρόσεξα την ανθοδέσμη που κρατούσε στα χέρια του. Άσπρα τριαντάφυλλα.
Την έθεσε δίπλα μου, εκεί που είχε αφήσει η μαμά μου το λουλουδάκι της, λίγη ώρα πριν.
Έπιασε το χέρι μου και με κοίταζε όσο εγώ εμένα αναίσθητη. Αν ήταν ο Άνταμ, συλλογίστηκα παρότι δεν ήταν σωστό, το μηχάνημα θα χτυπούσε γρηγορότερα.
Πλησίασα την ανθοδέσμη με περιέργεια. Άλλωστε, ο Διονύσης δεν μιλούσε καθόλου.
Περιεργάστηκα τα όμορφα τριαντάφυλλα. Λευκό: σύμβολο της ειρήνης και της αγνότητας. Πολύ γλυκό εκ μέρους του.
Ένα χαρτάκι βρισκόταν μπλεγμένο ανάμεσα στα τριαντάφυλλα. Τα αγκάθια δεν με τρύπησαν. Δεν θα μπορούσαν, όμως. Είμαι άυλη.
Άνοιξα το χαρτί που ήταν διπλωμένο στα δύο.
Το μόνο που έγραφε ήταν -Α. Και ήταν υπέρ αρκετό.
Το άφησα πίσω. Έσμιξα πονεμένα τα φρύδια μου γιατί καταλάβαινα τον πόνο αυτού του ανθρώπου. Το καταλάβαινα γιατί τον ζούσα. Πονούσα για τον Άνταμ. Που στην δική μου περίπτωση δεν ήξερα αν ζει ή αν πέθανε.
Ας ζει, ευχήθηκα, και ας μην τον ξαναδώ ποτέ μου. Ας είναι καλά όμως. Έκλεισα τα μάτια ευχόμενη να ακουστεί παντού στο σύμπαν.
"Γιατί δεν μου το είπες νωρίτερα;" είπα και κάθησα στην καρέκλα απέναντι του.
"Συγνώμη που ήμουν δειλός" είπε και έσταζε έγνοια.
"Είμαι ερωτευμένος μαζί σου" είπε ακόμη πιο πονεμένα.
Ένα δάκρυ κύλησε από το μάγουλο μου στο πάτωμα και βγήκα τρέχοντας από το δωμάτιο.
Ξέρετε, όσο έτρεχα μανιασμένα στους διαδρόμους, θυμήθηκα πως κάποτε είχα διαβάσει στο facebook μου πως το δάκρυ είναι η ψυχή που γίνεται ύλη για μια μόνο στιγμή. Και για μια μονάχα στιγμή και η δική μου ψυχή έγινε ύλη. Ίσως να μην μπορώ να το κάνω πάντα αλλά το κάνω. Αυτός ο άνθρωπος που το έγραψε, σίγουρα έζησε κάτι παρόμοιο. Και μια ελπίδα γεννήθηκε μέσα μου: Και αν ζήσω; Αν επιβιώσω από όλο αυτό; Αν καταφέρω και βγω από τον εφιάλτη;
Κλείνομαι σε μια τουαλέτα και πέφτω στα γόνατα. Κλείνω τα μάτια και λέω φωναχτά:
"Αγγελική εμφανίσου".
Δεν νιώθω τίποτε.
"Αγγελική εμφανίσου" επαναλαμβάνω την φράση μου λίγο πιο επιθετικά εξαιτίας της εμμονής της να μην εμφανίζεται.
Η πόρτα που ήμουν κλεισμένη ανοίγει και βλέπω έναν υπερήλικα γέρο να αρχίζει να ξεκουμπώνεται προφανώς για να κάνει την ανάγκη του.
Σηκώνομαι όρθια, περνάω την πόρτα, και βγαίνω γρήγορα απέξω. Περιττό να πω ότι μετά το πρώτο σοκ, έχω αρχίσει και γελάω σαν υστερικό.
Περπατάω ξανά προς το δωμάτιό μου όταν προσέχω σε ποια πτέρυγα είμαι.
"Εντατική". Δεν με λες και καλά.
Έξω από το δωμάτιο η μαμά και η Κάτια, έχουν πιάσει κουβέντα. Πλησιάζω για να ακούσω τί λένε.
Πείτε για τον Άνταμ, παρακαλώ ενδόμυχα ώστε να μάθω τί του συμβαίνει.
" Ναι, σήμερα το πρωί. Περίπου κατά τις 9"
Τί θα συμβεί κατά τις 9;
"Και οι γιατροί τι λένε;" ρωτάει η Κάτια.
"Είναι σοβαρό χειρουργείο. Δεν ξέρουν αν θα αντέξει-" και άφησε τη φράση της μετέωρη.
Η Κάτια κάθησε σε ένα κάθισμα λίγο πιο πέρα και τα πόδια της χτυπούσαν νευρικά.
Την άγγιξα στην καρδιά και μου φάνηκε πως χαλάρωσε.
Μπήκα μέσα στο δωμάτιο και κοίταξα το ρολόι του τοίχου. 8.00.
Σε μια ώρα, ίσως όλα έχουν τελειώσει.
Ξαναπήγα στην γραμματεία. Ξανά άνοιξα το τεράστιο βιβλίο και ξανά έψαξα το όνομα του Άνταμ στην λίστα με τους ασθενείς. Ξανά δεν βρήκα κάτι. Για ακόμη μια φορά, επιβεβαιώθηκα. Κάτι δεν πάει καλά.
Κοίταξα προς την είσοδο λόγω ενστίκτου.
Ο πατέρας μου ερχόταν τρέχοντας προς το δωμάτιο μου. Έτρεξα πίσω του.
Σταμάτησε λαχανιασμένος μπροστά στη μαμά και είπε ξεψυχισμένα:
"Είναι σοβαρό;"
Κοίταξε αδιάφορα άλλου, σταύρωσε τα χέρια κάτω από το στήθος της, και δεν του απάντησε.
"Είναι και παιδί μου" της φώναξε.
"Δεν φάνηκε να το θυμάσαι όταν έπρεπε" του είπε όλο θυμό.
Η Κάτια που αντιλήφθηκε την τεταμένη ατμοσφαιρα έκανε νόημα ότι θα πάει στο κυλικείο.
"Πάντα θυμόμουν το παιδί μου!"
"Αα ναι; Δεν σε είδα να μας βοηθήσεις καθόλου το διάστημα που με απέλυσαν και έπρεπε να βρω επειγόντως νέα δουλειά για να της εξασφαλίζω τα απαραίτητα. Από την οποία δουλειά παρεμπιπτόντως κοντεύω να απολυθώ γιατί έχω να πατήσω από την μέρα του ατυχήματος." είπε πληγωμένα και κάθησε πίσω στην θέση της.
"Συγνώμη" της είπε και χαμήλωσε το βλέμμα. Ύστερα κάθησε δίπλα της.
Δεν το σώζεις έτσι πατέρα.
"Δεν πειράζει" απάντησε με κάποια κατανόηση η μαμά.
"Ω! Έλα τώρα! Μην τον πιστεύεις" προσπάθησα να της θυμίσω.
Γιατροί μπήκαν βιαστικοί στο δωμάτιο μου και πήραν το σώμα μου πάνω στο κρεβάτι. Άρχισαν να με οδηγούν προς το χειρουργείο. Τους ακολούθησα αποφασιστικά.
Με βάλανε σε ένα σκοτεινό δωμάτιο. Ένας άντρας με λευκή στολή πήρε ένα ψαλίδι και μου έκοψε τα μαλλιά. Σύριζα θα έλεγα. Και από μακριά καστανά μαλλιά, έγιναν ένα αδιάφορο καρέ κούρεμα.
Κοίταξα τα μαλλιά μου. Τα έπιασα. Απαλά σαν μετάξι που σχημάτιζαν χαλαρές μπούκλες στις άκρες. Έμοιαζαν με της Αγγελικής.
Μακριά καστανά μαλλιά είχα ακόμη. Ακόμη.
Ένας άλλος άντρας έριξε μια ένεση στο χέρι μου, ενώ ένας άλλος μου πρόσθετε περαιτέρω σωληνάκια και καλώδια. Ένας άλλος ετοίμαζε το μηχάνημα για το ηλεκτροσόκ στην περίπτωση που το χρειαστώ.
Νοσοκόμες μαζεύτηκαν γύρω μου. Ένας άλλος γιατρός πήρε το νυστέρι και έκανε την τομή στο κεφάλι μου. Έκοψαν τα μαλλιά μου περισσότερο σε εκείνη την περιοχή. Ένα συντριβάνι αίματος πετάχτηκε παντού και λέρωσε τις λευκές στολές τους.
Αυτό για να βγει πόση χλωρίνη παίζει να θέλει;
Ένιωσα να ζαλίζομαι λίγο και κάθησα στην καρέκλα που βρισκόταν μόλις ένα βήμα πίσω μου.
Το χέρι ενός άλλου γιατρού βυθίστηκε στο κρανίο μου και τότε διήκρινα τον εγκέφαλο μου.
Κάποιος άλλος παραδίπλα κρέμασε σε ένα σχοινάνακι όπου πίσω του υπήρχε άπλετο φως, τις μαγνητικές εγκεφάλου μου και τις στερέωσε με ένα μανταλάκι. Σαν να απλώνουν ρούχα, σκέφτηκα ζαλισμένη ακόμα.
Ο γιατρός που είχε μπίξει το χέρι του στο κρανίο μου κοιτούσε τις κρεμασμένες εξετάσεις όσο κουνούσε το χέρι του μέσα, προφανώς για να ρυθμίσει κάτι.
Τελικά πήρε το χέρι του από εκεί. Διάλεξε ένα άλλο νυστέρι και έκανε μια ακόμη πιο μικρή τομούλα δίπλα.
Με ένα εργαλείο που έμοιαζε σαν ανάποδο κουτάλι, λίγο πιο στενόμακρο και με σχετικά αιχμηρή άκρη βύθισε το εργαλείο μέσα στην τομή αυτή και το έκανε πέρα δώθε. Μόλις το έβγαλε ένα παχύρευστο υγρό, σαν βλέννα γεμάτη αίμα, ξεπρόβαλε. Το καθάρισε στο χαρτί.
Έπειτα, επενέλαβε τη διαδικασία δυο τρεις φορές ακόμα.
"Πως πάει;" ρώτησε πίσω από τη μάσκα του την ώρα που καθάριζε για ακόμη μια φορά το εργαλείο.
"Σταθερή" του απάντησε ένας νοσηλευτής.
Βγήκα από το χώρο του χειρουργείου αηδιασμένη.
Πήγα στο δωμάτιο που με φιλοξενούσε πριν κάποιες ώρες. Ήταν μόνο. Ψυχρό και άδειο. Πέθαινα να το ξαναδώ να γεμίζει με το κρεβάτι μου. Τι ειρωνεία, διαπίστωσα.
Κοίταζα έξω από το παράθυρο που δεν υπήρχε κανείς.
Πόσο μου λείπει ο Άνταμ, συνειδητοποίησα. Γιατί εμείς οι άνθρωποι κάνουμε τα πράγματα τόσο δύσκολα, τόσο περίπλοκα; Γιατί απλά δεν είμαστε ειλικρινείς; Γιατί; Είναι τόσο πολύτιμο. Ποτέ δεν ξέρουμε αν θα έχουμε την ευκαιρία να το κάνουμε. Ίσως την επόμενη κι'όλας στιγμή να μην ζούμε. Είναι κρίμα. Αγάπη είναι.
Ο θόρυβος από ροδάκια που τρίζουν ήταν αυτά που με έβγαλαν από τις σκέψεις. Γύρισα απότομα προς την πόρτα. Τακτοποιούσαν το κρεβάτι μου στο δωμάτιο. Και το σώμα μου ήταν εκεί.
Ανακούφιση. Είχα τυλιγμένο έναν επίδεσμο στο κεφάλι και τα κοντά , ασύμμετρα στο μήκος μαλλιά μου ξεπρόβαλαν κάτω από το λευκό ύφασμα. Σωληνάκια υπήρχαν παντού.
Βελόνες στα χέρια μου με συνέδεαν με ορό.
"Πώς πήγε;" ρώτησε τρομαγμένη η μητέρα μου από το θέαμα. Με τα κοντά μαλλιά έμοιαζα δέκα φορές πιο τρομαχτική.
"Καλά. Καθαρίσαμε το αιμάτωμα. Τώρα περιμένουμε απλώς να ξυπνήσει"
Ο νοσοκόμος πήγε να φύγει.
"Μπορεί και να μην ξυπνήσει;" τον τράβηξε η μαμά από το μπράτσο για να τον εμποδίσει να φύγει.
"Λυπάμαι" της είπε και αποχώρησε από το δωμάτιο.
Ορμητικά δάκρυα κύλησαν στα μάγουλα της μαμάς που βγήκε έξω κλαμμένη.
Με κοίταζα με προσήλωση. Ώσπου, λευκό φως ξεπρόβαλε από το πουθενά και με τύφλωσε.
Χωρίς ακόμα να μπορώ να δω μουρμούρισα: "Ώρα ήταν"
Από το φως άρχισε να σχηματίζεται σταδιακά μια φιγούρα που ερχόταν ολοένα και πιο κοντά μου.
"Σου έχω μια έκπληξη" μου είπε γελαστή η Αγγελική.(Ψηφίστε!)
VOCÊ ESTÁ LENDO
Ναταλί
Ficção GeralΒραβεύτηκε με το 1ο βραβείο στο διαγωνισμό vilvasawards και με το 2ο βραβείο στους διαγωνισμούς: Ιουνίου 2017- June's Best Contest και The Best Summer Book. #1 στην κατηγορία φαντασίας 14/2/2018 #2 στην κατηγορία φαντασίας 26/3/2018 #3 στην κατηγορί...