"Ξύπνα κολλητούλα!" τραγουδάει συνεχόμενα ο Μανώλης κι εγώ συγκρατιέμαι με το ζόρι προκειμένου να μην σηκωθώ και τον πετάξω έξω από το σπίτι. Νιώθω τόσο εξαντλημένη, όχι τόσο σωματικά όσο ψυχολογικά. Δεν μπορώ ούτε να ανοίξω τα μάτια μου από την απαισιοδοξία μου. Δεν θέλω να βλέπω κανέναν. Μονάχα τη μητέρα μου. Να κάθομαι με τις ώρες στην τρυφερή αγκαλιά της και να συζητάμε ότι άσχετο μας έρθει στον νου. Μονάχα αυτό χρειάζομαι.
"Λήδα σήκω. Άντε." συνεχίζει τον τραγουδιστό τρόπο για να κάνει το κορμί να αποχωριστεί το μαλακό στρώμα, όμως η επιμονή μου καταστρέφει και την υπομονή γαϊδάρου. Ξυπνάω αρκετά δύσκολα. Και αυτός είναι από τους ανθρώπους που το γνωρίζει έτσι δεν θα φύγει έως ότου αποφασίσω να σηκωθώ.
"Σκάσε." μουρμουρίζω καθώς αρπάζω το μαξιλάρι από την δίπλα μεριά, και το τοποθετώ πάνω στο κεφάλι μου αφού ο κολλητός μου σχεδίασε την καταστροφή μου. Άνοιξε τα στόρια. Κακός συνδυασμός.
"Αν σηκωθείς, θα κατέβω κάτω και θα σε περιμένω."
"Δεν θέλω...παράτα με." γρυλίζω αλλά εκείνος δεν το βάζει κάτω. Είμαστε και οι δυο τόσο πεισματάρηδες που κάποιες φορές απορώ με την διατήρηση της φιλίας μου. Μπορεί να με ωθεί στα άκρα, εντούτοις δεν θα τον άλλαζα με κανέναν άλλο. Τον αγαπώ τόσο πολύ. Ούτε να το εξηγήσω δεν μπορώ. Νιώθω λες και κατοικήσαμε στην ίδια κοιλιά. Στον ίδιο χρησιμοποιημένο πλακούντα.
"Έλα βρε κοριτσάκι μου." πιάνει στην αρχή τρυφερά τον καρπό μου κι ύστερα με τραβάει κάνοντας το κεφάλι μου να σηκωθεί από το μαξιλάρι. Παρόλα αυτά τα μάτια παραμένουν κλειστά κι εγώ αρχίζω να κλαψουρίζω σαν πεντάχρονο. Δεν θέλω να ξυπνήσω.
"Στο ορκίζομαι πως αν δεν μ'αφήσεις στην ησυχία μου, θα τρέξω στην κοπέλα που έχεις καψουρευτεί και θα της τα πω όλα χαρτί και καλαμάρι." οι λέξεις μου κάνουν το χέρι του να ελευθερώσει το δικό μου και να πέσει πάνω στο κορμί μου με δύναμη. Μου κόβεται για μια στιγμή η ανάσα και πασχίζω σαν τρελή να σηκωθώ για να γλιτώσω από το βάρος του. Εκείνος όμως δεν μου το επιτρέπει και πλακώνει όλο το σώμα μου ακινητοποιώντας με. Να πάρει η ευχή.
"Τι θα κάνεις κολλητούλα;"
"Τίποτα, τώρα σήκω." προσπαθώ να ακουστώ αφού το στόμα μου έχει γίνει ένα με το σεντόνι. Με το ζόρι παίρνω αναπνοή και αν μπορούσα αυτή τη στιγμή θα τον είχα σκοτώσει.
"Μανώλη σήκω. Θα με πνίξεις."
"Ζήτα συγγνώμη και πες πως θα σηκωθείς."
BẠN ĐANG ĐỌC
Μαμά λείπεις 2: Η απουσία σου
Lãng mạnΈνας χρόνος έχει περάσει από τότε που είδα το αεροπλάνο του να απομακρύνεται από κοντά μου. Ένας χρόνος από τότε που είδα τα μελί του μάτια, τα μαύρα του μαλλιά. Από τότε που ένιωσα τα χέρια του στο κορμί μου, τα σαρκώδη χείλη του να κατασπαράζουν τ...