ΛΗΔΑ
Οι αχτίδες του ήλιου χαλάνε τον λιγοστό ύπνο που αποφάσισε να γαληνέψει έστω και λίγο την ψυχή και το κορμί μου. Η μεταλλική καρέκλα στην οποία ξεκούρασα ελάχιστα το σώμα μου αρχίζει να με ενοχλεί και τα βλέφαρα χωρίζουν πασχίζοντας να διώξουν τη νύστα από πάνω τους. Χασμουριέμαι διακριτικά ώστε να μην ενοχλήσω τους δίπλα και κοιτάζω γύρω στον χώρο, ξεχωρίζοντας την αναστατωμένη μορφή της μητέρας του Μανώλη. Όμως δίπλα της δεν στέκει η φιγούρα του κυρίου Περικλή, μα ούτε και η μητέρα μου με τον Παύλο.
Που έχουν εξαφανιστεί όλοι τους;"Σπίτια." απαντάει εκείνη χωρίς να στρέψει την προσοχή της πάνω μου. Αυτό ήταν αρκετά τρομακτικό. Γουρλώνω τα μάτια μου και γυρίζω το κεφάλι μου στην απέναντι μεριά του τοίχου όπου διακρίνω ένα ρολόι με δείκτες. Ακόμη είναι εφτά το πρωί κι εγώ χθες κατάφερα να κοιμηθώ στις τέσσερις. Το κεφάλι μου είναι καζάνι και τα πόδια μου τα αισθάνομαι σαν ζελές που δεν μπορώ να κοντρολάρω πλέον. Χρειάζομαι τον Νίκο. Τον θέλω δίπλα μου όμως δεν είναι ούτε η σωστή στιγμή μα ούτε και το σωστό μέρος. Ο κολλητός μου μέσα χαροπαλεύει και γι'αυτό ευθύνομαι μονάχα εγώ και η αδιαφορία μου στα συναισθήματα του.
"Είχατε κάτι νεότερο για τον Μανώλη;"
"Τίποτα απολύτως. Βρίσκεται ακόμη σε κώμα κι εκείνοι προσπαθούν να τον σώσουν, μα δεν νομίζω πως όλο αυτό θα έχει αίσιο τέλος." ξεφυσάει και οι λίμνες στα μάτια της κινδυνεύουν να ξεχυθούν σαν καταρράκτες κάνοντας με να τρέξω στο πλευρό της και να την αγκαλιάσω ακόμη και με την αρχική της δυσφορία. Δεν θέλει ούτε να την αγγίζω πλέον. Ωραία τα κατάφερα.
"Όλα θα πάνε καλά. Θα το δείτε." προσπαθώ να την καθησυχάσω την στιγμή που η άφιξη της μητέρας μου και του πατέρα του κολλητού μου, διακόπτει τις ενδείξεις συμπαράστασης η μια στην άλλη. Δεν γίνεται να κάτσω παραπάνω σ'αυτόν τον διάδρομο. Μέχρι και οι κάτασπροι τοίχοι νιώθω πως θα με κατασπαράξουν, ότι θα συρρικνωθούν κι εγώ θα μείνω μέσα τους έτοιμη για τον πνιγμό μου. Έτσι μόλις νιώθω το χέρι της μητέρας μου στον ώμο μου φεύγω από εκεί κακήν κακώς. Τρέχω δίχως να ξέρω που στο καλό θα με βγάλει αυτό το τρέξιμο, μέχρις ότου φτάνω στην πίσω αυλή του νοσοκομείου. Κοιτάζω τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα και η απέχθεια ανεβαίνει στην χολή μου. Τα σιχαίνομαι αυτά τα μεταφορικά διότι οι σημαντικότεροι άνθρωποι της ζωής μου έπαθαν κακό. Τους πλήγωσαν και μαζί τους και μένα την ίδια. Όμως και για τους δυο έχω κι εγώ σημαντικό μερίδιο ευθύνης. Εγώ είχα στείλει την μητέρα μου να τρέξει μέσα στην νύχτα να αγοράσει φαγητό για μένα, εγώ έκανα τον Μανώλη να τρέχει σαν τρελό για να ξεχάσει. Φταίω μονάχα εγώ.
YOU ARE READING
Μαμά λείπεις 2: Η απουσία σου
RomanceΈνας χρόνος έχει περάσει από τότε που είδα το αεροπλάνο του να απομακρύνεται από κοντά μου. Ένας χρόνος από τότε που είδα τα μελί του μάτια, τα μαύρα του μαλλιά. Από τότε που ένιωσα τα χέρια του στο κορμί μου, τα σαρκώδη χείλη του να κατασπαράζουν τ...