Περίληψη

25.1K 1K 76
                                    




Δύο σώματα ξεβράστηκαν στις ακτές της Πολύαιγου. Ένα ερημονήσι το οποίο βρίσκεται 2 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της Κιμώλου, 6,2 χιλιόμετρα ανατολικά της Μήλου και 15 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Σίφνου. Τα ηλιοκαμένα κορμιά ανήκουν σε έναν άνδρα και μια γυναίκα οι οποίοι πάλεψαν με τα κύματα όταν απότομη μπόρα ξέσπασε από το πουθενά, ενώ εκείνοι λιάζονταν πάνω στο σκάφος ενός κοινού τους φίλου. Ο λόγος γίνεται για τον Μάξιμο Αγγελόπουλο, έναν αρκετά γνωστό επιχειρηματία ο οποίος ταράζει τα ΜΜΕ τόσο με την επαγγελματική του ζωή όσο και με την προσωπική του αφού δεν υπάρχει μέρα του χρόνου που ένας φακός, μια κάμερα να μην τον απαθανατίσει με μια αιθέρια ύπαρξη στο πλευρό του. Η δεσποινίδα η οποία είχε την τύχη ή την ατυχία να ''ναυαγήσει'' μαζί του δεν είναι άλλη από την Ελεωνόρα Φωτιάδη, ένα λαμπρό αστέρι της πίστας και αγαπητή από το κοινό... το οποίο της αποδεικνύει σε κάθε της εμφάνιση στο μαγαζί όπου δουλεύει πως την αγαπάει και την λατρεύει. Δεν αφήνει τίποτα να διαρρεύσει στον τύπο για την προσωπική της ζωή, είναι άκρος μυστικός χαρακτήρας και δεν εκτίθεται τουλάχιστον σε τέτοιο βαθμό όπως άλλοι συνάδελφοι της φροντίζουν να κάνουν.

Πρώτη συνέρχεται η Ελεωνόρα η οποία σαν ανοίξει τα μάτια της πετάγεται απότομα όρθια για να σταθεί στα πόδια της παρόλο τον έντονο πόνο που καταβάλλει ολόκληρο το κορμί της. Κάνει έναν κύκλο γύρω από τον εαυτό της, έντρομη διακρίνει πως βρίσκεται σε παραλία αμμουδένια όπου στο βάθος εξαπλώνονται βράχια και ορισμένοι θάμνοι... αρχίζει να ταράζεται, αρχίζει η αγωνία να την κυβερνά και οι αναμνήσεις από την μπόρα να την επισκέπτονται. Δεν ήταν μόλις πριν λίγες ώρες όταν λιαζόταν στο σκάφος του Λουκά μαζί με άλλα πέντε άτομα, μιλούσαν, γελούσαν και πειράζονταν μεταξύ τους όταν στα ξαφνικά και από το πουθενά ο ουρανός έχασε το όμορφο γαλάζιο χρώμα του και επισκιάστηκε από βαριά και μεγάλα γκρίζα σύννεφα. Άρχισε να φυσάει μανιωδώς και όλοι έντρομοι σηκώθηκαν από τις ξαπλώστρες είτε καναπέδες όπου καθόντουσαν για να μπουν μέσα και να αρχίσουν για το ταξίδι της επιστροφής... Η Ελεωνόρα όμως δεν στάθηκε και τόσο τυχερή, καθώς έτρεξε να προχωρήσει προς τα μέσα το πόδι της γλίστρησε πάνω στο γυαλιστερό δάπεδο του σκάφους με αποτέλεσμα να κάνει μια τούμπα και βρεθεί μέσα στα καταγάλανα νερά του Αιγαίου τα οποία φάνταζαν θηρία... Φώναξε βοήθεια, φώναξε τα ονόματα των φίλων της μα οι προσπάθειες της αποδείχτηκαν άκαρπες όταν είδε το σκάφος να ξεκινάει προς την αντίθετη κατεύθυνση. Η τελευταία της ανάμνηση από όλο αυτό, είναι δύο χέρια να την επιφέρουν στην επιφάνεια αφού βούλιαζε συνέχεια και να την καθησυχάζει.

Το βλέμμα της έντρομο περιπλανιέται ξανά στην παραλία, όταν λίγα μέτρα πιο πέρα αντικρίζει το σώμα του ανθρώπου που υποθέτει πως την έσωσε...

(Λοιπόν, η αλήθεια είναι πως όταν ξεκίνησα να την πλάθω στο μυαλό μου την είχα σαν ιστορία μικρού μήκους και τέλος! Τώρα όμως που εξελίσσω τους χαρακτήρες στο μυαλό μου νομίζω πως θα ήταν αρκετά ενδιαφέρουσα να λάβει έκταση και όχι να την καταχραστώ με ένα κεφάλαιο...

Δεν ξέρω, εσείς θα μου πείτε.

Ποια σας αρέσει περισσότερο να συνεχίσω μετά τον γαμπρό μας; ''Το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον'' η το ''Μη σου τύχει'';

Η απόφαση δική σας... :p

Πολλά φιλιά, πολλή αγάπη.)


Μη σου τύχει #Wattys2016Where stories live. Discover now