Κεφάλαιο 68

8.8K 894 73
                                    



Ελεωνόρα

Μετά την παραλία γυρίσαμε στο συγκρότημα όπου είχα νοικιάσει για την διαμονή μου με την Αρετή... στην είσοδο συνειδητοποίησα πως ο Μάξιμος είχε νοικιάσει το ακριβώς δίπλα το οποίο είχε αδειάσει κατά τύχη το σημερινό πρωινό. Δεν επέμεινα να μάθω λεπτομέρειες, το ότι ήταν μαζί μου και του έλειπα όσο καιρό ήμασταν χώρια μου αρκούσε και μάλιστα πολύ. Χωριστήκαμε για λίγο, εγώ με την Αρετή στο δικό μας σπιτάκι και ο Μάξιμος στο δικό του μα δεν μου άρεσε που τον αφήναμε μόνο του, εκείνη την στιγμή είναι που θα ήθελα η γλωσσού που έχω για κόρη να του προτείνει να έρθει μαζί μας γιατί από μόνη μου δεν θα το επιχειρούσα... όπως όλοι έχουν καταλάβει παρά είμαι δειλή για να εκδηλωθώ.

Έκανα μπάνιο την Αρετή, έκανα και εγώ η ίδια και ύστερα έβρασα μακαρόνια με κόκκινη σάλτσα τα οποία είχα από βραδύς παραγγελία από την Αρετή. Ο Μάξιμος δεν εμφανίστηκε, θέλησα να πάω να του χτυπήσω και να του προσφέρω ένα πιάτο μακαρόνια μα δείλιασα ξανά και αφού ο ίδιος δεν μπήκε στον κόπο να μας επισκεφτεί φαντάστηκα πως είχε προμελετήσει για το γεύμα του. Μόλις τελείωσα το πλύσιμο των πιάτων και όλων σκευών που χρησιμοποίησα παρατήρησα πως η Αρετή είχε αποκοιμηθεί στον λευκό καναπέ που είχε το μικρό χολ, χαμόγελα και την πλησίασα παίρνοντας την στην αγκαλιά μου για να την οδηγήσω στο δωμάτιο όπου είχε μετονομάσει δικό της. Δεν μπόρεσα να αντισταθώ και ξάπλωσα δίπλα της... δίχως να τα πολυλογώ αποκοιμήθηκα σαν πουλάκι!

*

Ο ήχος της πόρτας ηχεί στα αυτιά μου και ξυπνάω... από τα παράθυρα του δωματίου συνειδητοποιώ πως έχει αρχίσει να βραδιάζει. Καθώς ανασηκώνομαι το σώμα μου το αισθάνομαι κουρασμένο λες και δούλευα ώρες ολόκληρες δίχως σταματημό, τρίβω το μέτωπο μου περπατώντας προς την πόρτα και μόλις ανοίξω το μάτι μου έχει ανοίξει για τα καλά αντικρίζοντας τον Μάξιμο όμορφο όσο ποτέ να στέκεται στο κατώφλι... και εγώ είμαι ας μη το σχολιάσω.

«Να περάσω;» χαμογελάει ρωτώντας και κάνω στην άκρη σαν χαμένη... θαυμάζοντας την ομορφιά και την γοητεία που κατέχει.

«Γεια...» λέω κλείνοντας την πόρτα «...ξεκουράστηκες;» τον ρωτάω θέλοντας να πω κάτι, αν και ο εγκέφαλος μου δεν έχει ξυπνήσει για τα καλά.

«Ξεκουράστηκα ναι και ταχτοποιήθηκα...» χαμογελάει πλησιάζοντας με για να περάσει τα χέρια του γύρω από τη μέση μου «...εσύ;» ακουμπάει τα μέτωπα μας.

Μη σου τύχει #Wattys2016Où les histoires vivent. Découvrez maintenant