Κεφάλαιο 10

9.6K 912 86
                                    



Μάξιμος

Όση ώρα επιχειρώ να ψαρέψω σκέφτομαι πως βρισκόμαστε ήδη στην δεύτερη μέρα και δεν έχω δει κανένα σημάδι του ότι μας ψάχνουν. Ούτε πλοίο του λιμενικού στον ορίζοντα, ούτε και ελικόπτερο να πετάει κοντά στην περιοχή και ειλικρινά μου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι θα ήθελα να ήξερα τι ακριβώς κάνουν αυτοί που μας αναζητούν, γιατί σίγουρα μας ψάχνουν όμως σε λάθος σημεία... Μετά από ώρα έχω καταφέρει να ψαρέψω τρία ψάρια, η προσπάθεια μετράει και ειδικά από την στιγμή που δεν έχω ούτε καλάμι ψαρέματος, αλλά τα κατάφερα με ένα κλαδί το οποίο έκανα πιο μυτερό από τη μια πλευρά αξίζω πολλά συγχαρητήρια.

Όταν αρχίζει να σουρουπώνει σηκώνομαι από τη μεριά μου και πλησιάζω την Ελεωνόρα η οποία παρατηρεί τη θάλασσα, την ρωτάω αν θέλει μήπως να ξανά ανάψω τη φωτιά και δέχεται ζητώντας μου να με βοηθήσει. Χαμογελάω, της λέω τι να κάνει και πρόθυμα αρχίζει να μαζεύει κλαδιά τα οποία μετά χρησιμοποιώ για προσάναμμα της φωτιάς. Παραδόξως πως όση ώρα ''συνεργαζόμαστε'' δεν ανταλλάσουμε ούτε μια κουβέντα, αντίθετα για πρώτη φορά είμαστε ευγενικοί ο ένας με τον άλλο δίχως ειρωνείες, υπαινιγμούς και προσβλητικά επίθετα. Μετά από ώρα έχει για τα καλά βραδιάσει, είμαστε ξαπλωμένοι στην άμμο και ο καθένας είναι βυθισμένος στις σκέψεις του κοιτώντας τον ουρανό και τα λαμπερά αστέρια τα οποία τον πλαισιώνουν. Πλήρης ησυχία υπήρχε ώσπου ακούω το γέλιο της Ελεωνόρας και απορημένος γυρίζω να τη ρωτήσω γιατί γελάει... Γυρίζει και με κοιτάζει, δεν την διακρίνω βέβαια και πολύ καλά μιας και η φλόγα με εμποδίζει όμως παραδέχεται πως θυμήθηκε κάτι και μετά από λίγο επιχειρεί να με ρωτήσει πότε επιτέλους θα μας βρουν. Αυτό αναρωτιέμαι και εγώ... όμως δεν της το λέω. Απλά την καθησυχάζω πως επρόκειτο να γίνει σύντομα.

Ξαφνικά ανασηκώνεται και αρχίζει να κλαίει. Τι έπαθε; Δεν έκανα ούτε και είπα κάτι το οποίο να την πειράξει... Σηκώνομαι όρθιος για να την πλησιάσω, όμως για πρώτη φορά στη ζωή μου είμαι λίγο διστακτικός... Ξεφυσάω και το παίρνω απόφαση, κάθομαι δίπλα της και ακουμπάω τον ώμο της ενώ της λέω καθησυχαστικά λόγια, μάλλον θα στεναχωριέται που δεν μας έχουν βρει ακόμη, ίσως και να φοβάται, να σκέφτεται το άσχημο σενάριο της ιστορίας και προσπαθώ να το αποβάλλω από το μυαλό της.

«Μου λείπει η κόρη μου...» πέφτει στην αγκαλιά μου κλαίγοντας γοερά πλέον.

Γουρλώνω τα μάτια μου στιγμιαία... Άκουσα καλά ή τα αυτιά μου δεν άκουσαν καλά; Έχει κόρη; Πως; Δηλαδή, είναι αρκετά νέα και στον χώρο ποτέ δεν έχει αναφερθεί κάτι τέτοιο για την ίδια και αυτό με εκπλήσσει αρκετά κάνοντας με να ρωτήσω κάπως πιο δυνατά από ότι έπρεπε τι είπε... Ρουθουνίζει και μετά από λίγο απομακρύνεται από το στέρνο μου, σκουπίζει τα μάτια της και προτιμώ να της δώσω λίγα λεπτά να ηρεμήσει προτού μου απαντήσει, αν το θέλει βέβαια.

Μη σου τύχει #Wattys2016Donde viven las historias. Descúbrelo ahora