Κεφάλαιο 26

9K 811 53
                                    



Μάξιμος

Ο Λεωνίδας είναι όπως και κάθε φορά καθισμένος στην αγαπημένη του πολυθρόνα με βλέμμα χαμένο έξω από το παράθυρο κοιτώντας τον ανθισμένο κήπο της οικείας. Έξω έχει μια αρκετά καλή ημέρα, ο ήλιος λάμπει και ευνοεί στο να περπατήσει κανείς λίγο... προχωράω μέσα στο δωμάτιο και αντιλαμβάνεται την παρουσία μου γυρνώντας το κεφάλι του για να με κοιτάξει. Μου χαμογελάει και όπως πάντοτε σηκώνεται όρθιος για να γνωριστούμε άλλη μια φορά από την αρχή τείνοντας το χέρι του για χειραψία... περιμένοντας εμένα να του συστηθώ ενώ ο ίδιος αδυνατεί να θυμηθεί το όνομα του. Κάθε φορά οι ίδιες σκέψεις, τι σου είναι η ζωή; Ένας άλλοτε ισχυρός και έξυπνος άνθρωπος από μια ασθένεια να καταλήξει να μη μπορεί να θυμηθεί ούτε τον ίδιο του τον εαυτό, απλά να υπάρχει... να βρίσκεται καθηλωμένος σε μια πολυθρόνα και το βλέμμα του να πλανιέται πιθανόν στην άβυσσο! Σημασία έχει πως του χρωστάω πολλά... κάποτε φρόντισε αυτός για εμένα και τώρα είναι η σειρά μου, άλλωστε είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω για τον άνθρωπο που με έβγαλε από τα σκατά που ανεύθυνη με είχε βουτήξει και μου χάρισε τον κόσμο όλο στην κυριολεξία.

«Πάμε μια βόλτα στον κήπο;» τον ρωτάω και κοιτάζει έξω από το παράθυρο για λίγο σκεπτικός.

«Πάμε...» μου απαντάει μετά από λίγο.

Μόλις ετοιμαστεί κατεβαίνουμε στον κάτω όροφο. Με την Ελένη η σχέση τους είναι λίγο πιο διαφορετική, μπορεί να μην θυμάται λεπτομέρειες, όνομα και άλλα παρεμφερή μα την βλέπει καθημερινά και η αδύναμη μνήμη του έχει αποτυπώσει την φιγούρα της στο μυαλό του με αποτέλεσμα να αισθάνεται πιο οικεία μαζί της... σε σχέση με εμένα που με βλέπει κάθε πρωί και σπάνια τα βράδια διότι όταν εγώ γυρίζω κοιμάται... Καθώς περπατάμε στον κήπο είναι τόσο ήρεμος, τόσο χαλαρός που σίγουρα αν κάποιος μας έβλεπε από μακριά θα πίστευε πως πατέρας και γιος συζητούν και κάνουν ένα χαλαρό περπάτημα.

«Που μένεις νεαρέ μου;» μετά από ώρα σπάει τη σιωπή.

«Εδώ...» του απαντάω δείχνοντας το σπίτι μας.

«Ω, γνωριζόμαστε δηλαδή;» αναρωτιέται μπερδεμένος.

«Ναι, γνωριζόμαστε.»

«Λυπάμαι, δεν σε θυμάμαι...» παραδέχεται.

«Σημασία έχει που σε θυμάμαι εγώ πατέρα...»

Μόλις βρεθώ στον τελευταίο όροφο και η Ανίτα με δει όπως και κάθε πρωί σηκώνεται από το έπιπλο γραφείο της και με ακολουθεί κρατώντας αγκαλιά το σημειωματάριο της και κάποια άλλα χαρτιά τα οποία θα με ενημερώσει μόλις μπούμε μέσα. Όση ώρα με ακολουθεί η γλώσσα της πηγαίνει ροδάνι για να με ενημερώσει ποιος έχει πάρει τηλέφωνο, ποια ραντεβού έχουν ακυρωθεί... ανάμεσα στα άτομα που με έχουν αναζητήσει ήταν και η Ρεβέκκα, προς το παρόν την αφήνω στην αναμονή. Πνίγομαι στην δουλειά και δεν έχω όρεξη να βρεθώ μαζί της, αν και βέβαια εκκρεμεί και εκείνη η συζήτηση μεταξύ μας.

Μη σου τύχει #Wattys2016Donde viven las historias. Descúbrelo ahora