Κεφάλαιο 12

9.2K 886 64
                                    



Μάξιμος

«Χρόνια στο κουρμπέτι παιδιά μου... τριανταπέντε ολόκληρα χρόνια ανοίγομαι στην θάλασσα από τα άγρια χαράματα για να πιάσω το καλύτερο ψάρι, το πιο φρέσκο ώστε να το αγοράσει ο πελάτης.» μας λέει ο κυρ. Μανώλης ο άνδρας ο οποίος μας πήρε στο καΐκι του.

Η Ελεωνόρα συνέχιζε να μου μιλάει για το παρελθόν της και εγώ άκουγα με προσοχή, πραγματικά είχα εντυπωσιαστεί με την τόλμη της, τώρα βέβαια δεν είναι ούτε η πρώτη, αλλά ούτε και η τελευταία που γίνεται μάνα στα δεκαεννιά όμως κάτι πάνω της, ο χαρακτήρας της, ο τσαγανός της και η στάση ζωής που κρατάει την κάνουν διαφορετική... όταν πήγα λοιπόν να την πλησιάσω λίγο περισσότερο εκείνη πετάχτηκε όρθια και με ρώτησε αν είχα ακούσει κάτι. Απάντησα όμως αρνητικά, όταν την είδα να τρέχει προς την θάλασσα και να μου δείχνει τα φώτα που φαίνονταν από μακριά στην θάλασσα, αρχίσαμε αμέσως να φωνάζουμε, να κάνουμε τα πάντα για να τραβήξουμε την προσοχή του καϊκιού ακόμη και αν ήταν νύχτα και αυτό μας δυσκόλευε. Για καλή μας τύχη ο ψαράς, ο κυρ. Μανώλης μας αντιλήφθηκε και μόλις έφτασε στην στεριά μας αναγνώρισε αμέσως πληροφορώντας μας πως όλοι μας αναζητούν και οι φωτογραφίες μας βρίσκονται παντού... Μόλις ανεβήκαμε στο καΐκι για πρώτη φορά αισθάνθηκα ευγνώμων σε αυτή την ανώτερη δύναμη που όλοι οι άλλοι αποκαλούν Θεό...

«Κρυώνω...» λέει τρεμουλιαστά η Ελεωνόρα στο αυτί μου. Όντως έχει ψύχρα και ειδικά για εμάς που είμαστε με τα μαγιό.

Σηκώνομαι και πλησιάζω τον κυρ. Μανώλη ζητώντας του μήπως έχει κανένα αδιάβροχο, μπορεί να μη τη ζεστάνει τουλάχιστον όμως θα καλύψει την γύμνια της από το λαίμαργο βλέμμα των άλλων δύο ψαράδων που έχει μαζί του ο κυρ. Μανώλης. Μόλις μου το δίνει πλησιάζω την Ελεωνόρα και το περνώ γύρω από τους ώμους της, με ευχαριστεί με ένα αμυδρό χαμόγελο και χωρίς να το περιμένω βολεύεται στην αγκαλιά μου πιάνοντας με απροετοίμαστο. Το άγγιγμα μου προσπαθώ να είναι όσο πιο διακριτικό γίνεται, δεν πρόκειται να την ξανά ενοχλήσω ποτέ ξανά, αυτή η γυναίκα δεν είναι για τα γούστα μου και το κατάλαβα μόλις πριν λίγες ώρες όταν μου αποκάλυψε το παρελθόν της...

Θέλει άλλα πράγματα από τη ζωή της, εντελώς διαφορετικά από αυτά που ζητώ και εγώ από την δική μου αντίστοιχα. Στο πιθανό μέλλον σίγουρα θα θέλει μια σταθερή και σοβαρή σχέση, ένα πρότυπο άνδρα για την κόρη της, γάμο, οικογένεια και όλα αυτά εγώ τα σιχαίνομαι... τα σκέφτομαι και με πιάνει αλλεργία. Εγώ αυτό που θέλω είναι ίσως ένα, δύο ή τρία βράδια και μη τον είδατε, ύστερα ο καθένας τραβάει τον δρόμο του και όλα ωραία όλα καλά. Οι δεσμεύσεις είναι για αυτούς που αντέχουν στο να δεθούν με ένα άτομο, εγώ δεν αντέχω και ούτε θέλω να δεθώ με κανέναν... μόνος μου έμαθα να είμαι, μόνος μου θα συνεχίσω! Το να δένεσαι με κάποιον είναι ανώφελο, μια μέρα του καπνίζει να σε αφήσει και χάνεται από τη ζωή σου... και εσύ, που μένεις πίσω είσαι προδομένος και πονεμένος. Αναρωτιέσαι τι έκανες, ποιο ήταν το λάθος σου;

Μετά από ώρα ο κυρ. Μανώλης με πληροφορεί πως φτάσαμε, η Ελεωνόρα στην αγκαλιά μου έχει αποκοιμηθεί και την σκουντάω για να ξυπνήσει. Αναδύεται στην αγκαλιά μου, την πληροφορώ πως φτάσαμε στην Κίμωλο το νησί του κυρ. Μανώλη και το πρόσωπο της φωτίζεται από την χαρά και αυτό παραδόξως με χαροποιεί. Σηκωνόμαστε και οι δύο, παρατηρώ πως ακόμη είμαι με το μαγιό και η αλήθεια είναι πως χρειάζεται να φορέσω κάτι επάνω μου, δεν γίνεται να κυκλοφορώ έτσι... Ζητάω από τον κυρ. Μανώλη μήπως έχει και κάτι για εμένα να φορέσω και μου προσφέρει άλλο ένα αδιάβροχο, δεν το αρνούμαι στην προκειμένη περίπτωση τι να κάνεις, ότι σου τύχει το φοράς... και αν αναλογιστώ τι φορούσα στο παρελθόν και από πού τα περιμάζευα το αδιάβροχο φαντάζει είδος πολυτελείας. Δεν ωφελούν όμως αυτές οι σκέψεις, είναι απλά ένα άσχημο παρελθόν το οποίο δεν αξίζει να σκέφτομαι.

Αφού βγω από το καΐκι ένας από τους δύο άνδρες τρέχει να βοηθήσει την Ελεωνόρα τον αποτρέπω όμως με το βλέμμα μου, την βοηθάω εγώ και εκείνος μένει σαν βρεγμένη γάτα να κοιτάει. Λεπτό δεν την αφήνουν από τα μάτια τους, έχω καταλάβει πως και η Ελεωνόρα το έχει αντιληφθεί και ''φοβάται'' αυτή την επιμονή... Στέκεται δίπλα μου στην αρχή ενώ ύστερα βάζει την παλάμη της μέσα στην δική μου πιάνοντας με απροετοίμαστο, γυρίζω και την κοιτάζω με σμιγμένα φρύδια όμως τι να πεις στο παρακλητικό βλέμμα της; Ο κυρ. Μανώλης μας ζητάει να τον ακολουθήσουμε στο αστυνομικό τμήμα, λέει δεν είναι μακριά από εδώ περίπου στα τριάντα μέτρα άμα το περπατήσουμε... Παρόλο που είμαστε ξυπόλητοι και οι δύο δεν παραπονιόμαστε, το γεγονός ότι είμαστε πίσω, ότι σε λίγο ο καθένας θα γυρίσει στη ζωή του νομίζω είναι αρκετό για να μας κάνει χαρούμενος...

Αφήνοντας πίσω αυτές τις δύο μέρες στο ερημονήσι μια ανάμνηση στο πίσω μέρος του μυαλού μας... ή ίσως μια περιπέτεια την οποία θα φέρνω στο νου μου και ίσως να γελάω με ορισμένες αστείες στιγμές.

(Ωπ!

Όσες διαβάζετε το ''Κάποιος να την προσέχει'' ελάτε να κλάψουμε μαζί για τον Ορέστη...

Πολλά φιλιά, πολλή αγάπη.)

Μη σου τύχει #Wattys2016Tahanan ng mga kuwento. Tumuklas ngayon