Ολα τελειωσαν?

6K 594 12
                                    

ΑΜΑΡΡΥΛΙΣ.

Ξυπναω αποτομα απο εναν αποκρουστικο ηχο και μολις παω να σηκωθω νιωθω τα κοκκαλα μου νωπα και το σωμα μου πιασμενο παντου. Κανω μερικες διατασεις μεσα στις λασπες διπλα στο μολυσμενο ρυακι και κοιταζω ολογυρα μου. Γαμωτο, που σκατα ειμαι; Το μονο που βλεπω ειναι θεορατα δεντρα και κανενα ιχνος πολιτισμου. Σκεφτηκα να γυρισω πισω στην εισοδο της καταπακτης και να περπατησω κατα μηκος, αλλα μετα θυμηθηκα οτι ετρεχα οσο πιο γρηγορα μπορουσα απο εκεινο το μερος. Ξεφυσηξα απεγνωσμενα και ξεκινησα να περπατω. Τα ποδια μου πονουσαν και τα τραυματισμενα μου χερια ειχαν λερωθει απο το χωμα, αλλα δεν ειχα χρονο να τα σκεφτομαι αυτα. Επισης το στομαχι μου γουργουριζε ανελεητα και ημουν σιγουρη οτι αν δεν ετρωγα συντομα, θα λιποθυμουσα.

Ακολουθησα ενα μονοπατι, το οποιο ηταν καλυμμενο με ξερα φυλλα πλατανιας και ετσι εκανε το βαδισμα μου λιγοτερο επιπονο. Δεξια και αριστερα μου υψωνονταν στον ουρανο μεγαλοι πλατανοι και μερικα πευκα. Υπο αλλες συνθηκες θα χαμογελουσα στην ομορφια της φυσης και της ηρεμιας που προσφερει, αλλα τωρα καιγομουν σε αναμμενα καρβουνα. Επρεπε να βρω τον Σον, ή αυτος να βρει εμενα.

Μετα απο λιγη ωρα, οταν ο ηλιος ειχε φτασει στο κεντρο του ουρανου και εκαιγε το δερμα μου βασανιστικα, αποφασισα να ξαπλωσω κατω απο ενα πευκο. Τα ματια μου εκλειναν σιγα σιγα απο την κουραση και την ταλαιπωρια, αλλα δεν αφηνα τον εαυτο μου να κοιμηθει, γιατι ηξερα οτι δεν θα ηταν απλα ενας υπνος.

Αφου ξεκουρασα το κορμι μου, συνεχισα να περπαταω, οταν ακουσα κορνες και λαστιχα αυτοκινητου. Η καρδια μου σπαρταρησε ευτυχισμενη και ενα αστραφτερο χαμογελο ξεδιπλωθηκε στα χειλη μου. Μερικα δακρυα χαρας κυλησαν στο μαγουλο μου για τη σωτηρια μου και ετρεξα προς την κατευθυνση των ηχων αυτων. Λιγα λεπτα αργοτερα ειχα βγει στην ασφαλτο. Ενας απεραντος, ολοισιος δρομος απλωνοταν μεχρι εκει που φτανει το ματι, ομως εκεινη τη στιγμη κανενα αμαξι δεν περνουσε. Ετσι αποφασισα να περπατησω στην ακρη του δρομου, με την ελπιδα οτι καποιο αμαξι τελικα θα ερχοταν.

Ειχε αρχισει να βραδιαζει και τα ποδια μου ειχαν μουδιασει τοσο πολυ που νομιζα οτι δεν εχω. Το σωμα μου ειχε γειρει προς τα μπρος απο την κουραση, ενω ενιωθα τις πατουσες μου να καινε. Το κεφαλι μου βουϊζε και το στομαχι μου ανακατευοταν. Εχουν περασει τοσες ωρες και ενα αναθεματισμενο αμαξι δεν εχει περασει να με σωσει. Και αυτος ο δρομος μοιαζει ατελειωτος, ουτε ενα μαγαζι δεν υπαρχει, ουτε ενα βενζιναδικο. Αναθεμα σε Λουκ, που με εφερες στη ζουγκλα!

Μπάτσοι Γουρούνια!(Ολοκληρωμενη)Where stories live. Discover now