3,2,1

5.1K 497 10
                                    

"Τι εχεις κανει μου λες;", λεει θυμωμενα ο Σον και πιανει απο το λαιμο τον Λουκ. Εκεινος εχει μεινει με εκεινο το μοχθηρο και αρρωστο χαμογελο. Απαθης. Ανεκφραστος.

"Θα πεθανουμε ολοι Πετρο. Εγω δεν γλιτωνω, σιγουρα θα με κλεισουν μεσα. Ομως γιατι να μην πεθανω μαζι σας και να χαρω το θανατο σας;", λεει δηθεν γλυκα και αθωα.

Θεε μου θα πεθανουμε. Πρεπει κατι να κανουμε, να φυγουμε απο το σπιτι. Τοτε βλεπω το οπλο του Σον κατω στο πατωμα, αφου το χε πεταξει για να σφιξει το λαιμο του Λουκ. Με γρηγορες κινησεις παιρνω το περιστροφο και σημαδευω τον Λουκ.

"Σον φυγε απο κει!!", φωναζω καθως η αδρεναλινη μου κοντευει να φτασει στα υψη και σταγονες ιδρωτα κυλουν στο μετωπο μου. Τωρα θα τελειωσουν ολα.

"Αμαρυλλις ασε το οπλο κατω", μου λεει ηρεμα καθως με πλησιαζει αργα.

"Ποσα λεπτα εχουμε μεχρι να εκραγει η βομβα;", ρωταω ψυχρα κοιτωντας μεσα στα ματια τον Λουκ. Ειμαι αποφασισμενη για ολα και ο Σον δεν προκειται να μου αλλαξει γνωμη.

"Ω, μικρη δεν προλαβαινεις ουτε να ανασανεις. Ενα λεπτο. Γι'αυτο ασε το οπλο και κανε την προσευχη σου", απανταει απλα ο Λουκ και στραβοχαμογελα.

Τοτε χαμογελω και εγω μαζι του και δεν τον σημαδευω πια, χωρις ομως να αφησω το οπλο.

"Εχεις δικιο. Το μονο που μπορω να πω τωρα ειναι ενα συγγνωμη", λεω ηρεμα και με μια κινηση υψωνω ξανα το οπλο και παταω τη σκανδαλη.

Ο Λουκ σωριαζεται στο πατωμα με μια τρυπα στο κεφαλι του και αιμα λουζει το χαλι. Τα χερια μου τρεμουν και τα δακρυα κυλουν ανεξελεγκτα απο τα ματια μου. Τον σκοτωσα. Θεε μου, τον σκοτωσα. Συγγνωμη.

"Παμε", λεει ο Σον και με παιρνει απο το χερι. Τρεχουμε και οι δυο και βγαινουμε γρηγορα στο μπαλκονι.

"Πηδα δεν προλαβαιναμε να παμε απο τη σκαλα!", φωναζει αγχωμενα ο Λουκ και κοιτω κατω.

30,29,28,27

Ειναι ψηλα. Το μωρο μου!

"Πηδα!!", ουρλιαζει και σκαρφαλωνω γρηγορα. Δινω ενα σαλτο και πηδω στο κενο.

Θεε μου μην μου παρεις το παιδι.

Βλεπω το εδαφος να ερχεται κατα πανω μου και προσπαθω να προσγειωθω με τα ποδια. Οπως εκανα παλια.

Ομως δεν προλαβαινω και ο ωμος μου συγκρουεται με το σκληρο χωμα και κυλιεμαι μεχρι να σταματησει η ορμη. Λιγα δευτερολεπτα αργοτερα ο Σον βρισκεται διπλα μου με εναν δυνατο μορφασμο. Ποναω σε ολο μου το σωμα και ζαλιζομαι.

10,9,8,7,6,5,4

"Τρεχα!", φωναζω και τον πιανω απο το χερι.

Πριν καλα καλα βγουμε απο την αυλη, ακουμε εναν δυνατο θορυβο και ολο το σπιτι να παιρνει φωτια και να εκρηγνεται. Απο την εκρηξη πηδηξαμε και πεσαμε κατω με φορα.

Γυρισα και κοιταξα πισω μου. Ολα φλεγονταν. Κομματια απο το κατεστραμενο σπιτι μας ερχονταν προς το μερος μας απο τις μικρες εκρηξεις που γινονταν. Σταχτες αναδυονταν στον ουρανο και τα παραθυρα εσπασαν.

Γυρισα γυρω μου για να βρω τον Σον και τον ειδα λιγο πιο κοντα στο σπιτι, λιποθυμο. Σκατα, οχι τωρα.

Προσπαθησα να τρεξω οσο πιο πολυ μπορουσα και τον πλησιασα. Τον σκουντηξα και τον γυρισα ανασκελα. Οχι, οχι μην μου το κανεις αυτο τωρα.

"Σον! Σον ξυπνα αγαπη μου!", του ελεγα καθως τον κουνουσα πανω κατω. Μα τιποτα, εκεινος ειχε κλειστα ματια, μουτζουρωμενος και καμμενος, καθως ξεραμενο αιμα βρισκοταν στη μυτη του. Δεν μπορει, μην φυγεις. Μην με αφηνεις.

"Σον!!!", φωναξα αλλη μια τελευταια φορα και ξεσπασα σε κλαματα. Ακουμπησα το κεφαλι μου στο στερνο του και εκλαιγα βουβα, αθορυβα.

Οχι και εσυ.

Οχι τωρα.

"Μαριλια;", ακουω ξαφνικα την βραχνη και εξαθλιωμενη φωνη του. Θεε μου σε ευχαριστω.

Πεταχτηκα και τον κοιταξα μεσα στα ματια. Ξαφνικα αρχισα να γελαω και να κλαιω μαζι. Ημουν τοσο ανακουφισμενη που ζουσε και δεν μπορουσα να ελεγξω τα συναισθηματα μου. Τον φιλουσα παντου, σε καθε σημειο του πληγωμενου προσωπου του.

"Ζεις αγαπη μου, ζεις. Νομιζα πως πεθανες. Εισαι καλα; Μιλα μου", αρχισα να παραληρω και εκεινος χαμογελασε κουρασμενα.

"Καλα ειμαι μωρο μου. Τελειωσαν ολα", λεει καθως τον βοηθω να σηκωθει. Πλησιαζουμε προς την εξοδο και τοτε βλεπουμε τον Περικλη.

Μολις αντικρυζει το θεαμα μπροστα του, ανοιγει το στομα του εκπληκτος και τρεχει κοντα μας.

"Τι σκατα εγινε;", ρωταει καθως περιεργαζεται μια εμας και μια το σπιτι που καταστραφηκε.

"Καλεσε ασθενοφορο", λεω και σβηνει η φωνη μου. Αμεσως, ολοι μου οι μυες χαλαρωσαν και η καρδια μου αρχισε να χτυπαει τοσο αργαπου σχεδον ακουγα τον καιε χτυπο στα αυτια μου. Τα βλεφαρα μου βαρυναν και χαθηκα στα χερια του Σον..

Το μωρο μου...

Μπάτσοι Γουρούνια!(Ολοκληρωμενη)Where stories live. Discover now