Χαθηκα!

5.7K 554 10
                                    

Γαμωτο, πρεπει να βρω κατι για να ξεκολλησω το πατωμα και να μπω στην καταπακτη, δεν πρεπει να μεινω με σταυρωμενα τα χερια. Φοβαμαι μηπως δεν προλαβω και ο Σον κανει τη βλακεια να τους αθωωσει. Πρεπει καπως να τον ειδοποιησω.

Καθως τα σκεφτομουν ολα αυτα κουλουριασμενη στο βρωμικο και παγωμενο στρωμα, μπαινει μεσα ο Λουκ με ενα ποτηρι νερο στο χερι του. Το αφηνει διπλα μου και φευγει.

Πινω λαιμαργα το νερο, πνιγομαι ελαχιστα και βηχω βουβα για να μην ακουσει τιποτα ο Λουκ. Τα γαμημενα σχοινια στα χερια μου, με.δυσκολευουν στο να ανοιξω την καταπακτη. Τοτε μου ηρθε μια ιδεα. Κοιταζω το αδειο, γυαλινο ποτηρι και χαμογελασε μοχθηρα. Το παιρνω στα χερια μου και καθως το σπαω στο μεταλλικο προσκεφαλο του κρεβατιου, βηχω δυνατα για να μην ακουστει το σπασιμο των γυαλιων.

Δεν ακουσα τιποτα απο εξω, οποτς υπεθεσα πως δεν θα ακουσε κατι. Παιρνω το αιχμηρο γυαλι στο ενα μου χερι και το τοποθετησα στον κομπο. Ξεκινησα να τριβω το γυαλι στο σχοινι και μετα απο πολυ προσπαθεια ελευθερωθηκα απο τα δεσμα μου, με πολλα κοψιματα στα χερια που με πονουσαν.

Δεν ειχα χρονο να τα σκουπισω ομως και περπατησα αθορυβα μεχρι την καταπακτη. Εβγαλα το διακοσμητικο χαλακι που το εκρυβε και τοποθετησα τα δαχτυλα μου στη σχισμη. Αρχισα να τραβαω με δυναμη προς τα εξω, για να ανοιξει η πορτα και μετα απο λιγη ωρα ανοιξε αποτομα, με αποτελεσμα απο την δυναμη που εβαλα να πεσω προς τα πισω. Σκατα! Θα με ακουσει. Εκλεισα πιο απαλα την πορτουλα, την καλυψα με το χαλακι και ετρεξα στο κρεβατι μου.

Ο Λουκ ανοιξε αποτομα την πορτα και με κοιταξε εξεταστικα. Εγω τον κοιτουσα ηρεμη, προσπαθωντας να ελεγξω τις ανασες μου και εκεινος εσμιξε τα φρυδια του.

"Τι ακουστηκε;", ρωτησε θυμωμενα χωρις ομως να με πλησιαζει.

"Εκανα μια βολτα στο δωματιο και παραπατησα με τις αλυσιδες που μου εβαλες", απαντησα γρηγορα με σταθερη και πειστικη φωνη και το βλεμμα του ηρεμησε καπως.

"Θα λειψω, δεν πιστευω να το σκασεις;", ρωταει ειρωνικα και βαζει τα γελια. Αχ και να ξερες μπασταρδε, προδοτη!

"Αν βρεις ενα αλυσοπριονο ευχαριστως!", ειρωνευομαι και εγω με τη σειρα μου και εκεινος κλεινει την πορτα πισω του. Μολις πλεον ειχε ησυχια, ετρεξα στην πορτα και αυτην την φορα την ανοιξα με ευκολια. Κοιταξα μεσα και ηταν ολοσκοτεινα. Γαμωτο, πως θα βλεπω εδω μεσα; Και αν εχει φιδια;

Οχι Αμαρυλλις, δεν θα φοβηθεις τα φιδια τωρα, σκεψου πως ειναι πιο αθωα απο τον Λουκ, σκεφτηκα και πηρα μια βαθια ανασα. Μολις πηγα να κατεβω το πρωτο σκαλι, με εμποδισε κατι. Γυρισα και ειδα την αλυσιδα στο ποδι μου. Υπεροχα, το'χα ξεχασει τελειως αυτο!

Μια στιγμη, εχω τσιμπιδακι στο μαλλι μου! Το βγαζω βιαστικα και το βαζω πανω στο λουκετο των χειροπεδων. Τελικα, αυτα που μου εμαθε ο Αρης, δεν ηταν και τοσο αχρηστα, με ευκολια ξεκλειδωσα το λουκετο και απελευθερωθηκα απο τις αλυσιδες. Χωρις δισταγμο κατεβηκα προσεκτικα τα σκαλια, ακουμπωντας τα χερια μου δεξια καο αριστερα για να μπορω να στηριχθω.

Πλεον, περπατουσα στα τυφλα, μονο αγγιζα και προχωρουσα. Το εδαφος ηταν υγρο και ανατριχιαζα στη σκεψη οτι εδω κατω βρισκεται ολο το ζωικο βασιλειο!

Μετα απο λιγη ωρα μεσα στο σκοταδι, ακουμπησα χλοη με τα ποδια μου, που ομως ειχε πολλα αγκαθια. Αναγκαστικα να τα πατησω και να πληγωσω τα ποδια μου, ενω ειχα στη σκεψη μου τον Σον και τον Περικλη. Μονο αυτους θελω να δω , να τους παρω και να φυγουμε μια και καλη, εν αναγκη να εξαφανιστουμε απο τη χωρα. Δεν αντεχω αλλο εδω, ποναω για ολα αυτα.

Ειχα κουραστει να περπατω μεσα στο σκοταδι και δακρυα απελπισιας κυλουσαν στα ματια μου. Ειχα κουραστει μεσα σε αυτον τον λαβυρινθο, επρεπε να δω λιγο φως, αρρωσταινα εκει μεσα. Τα ποδια μου ειχαν λουστει στο αιμα, οπως και τα χερια μου και πονουσα πολυ.

Ξαφνικα βλεπω απο μακρια μια σχισμη φωτος και ενθουσιαστηκα. Επιτελους, θα βγω στην επιφανεια και δεν με νοιαζει που βρισκομαι. Ψυχραιμα εφτασα ως εκει,μεχρι που ειδα ενα πυκνο, καταπρασινο δασος. Σκατα! Τωρα κανεις δεν θα με βρει εδω που ηρθα. Το καλο ειναι οτι ξεφυγα απο τον μαλακα!

Κοιταξα πισω μου για τελευταια φορα και αρχισα να τρεχω οσο πιο πολυ μπορουσα. Ετρεχα ασταματητα, περνουσα δεντρα, διεσχισα μονοπατια αγκαθωτα, αλλα δεν σταματησα μεχρι να μην εχω ανασα πια. Τελικα ξαποστασα διπλα σε μια βρωμικη, μολυσμενη λιμνη. Βρωμουσε απιστευτα απο τα λυμματα της πολης και μου προκαλουσε δυσπνοια. Παρολα αυτα, δεν ειχα αλλη αντοχη και ο υπνος με πηρε ευκολα, βυθιζοντας με σε νεους εφιαλτες.

Μπάτσοι Γουρούνια!(Ολοκληρωμενη)Donde viven las historias. Descúbrelo ahora