Ο ιμάνουελ βρέθηκε μόνος στο σκοτεινό του διαμέρισμα , τα μάτια του θολωναν , πάλευε να τα κρατήσει ανοιχτά
. Το σώμα του κατέρρεε , έπεσε στα γόνατα του αδύναμος
. Ένας έντονος πόνος διαπέρασε το σώμα του ξεκινώντας χαμηλά στην πλάτη του...
Εξαπλώθηκε προς τα πάνω και σταμάτησε στο μερος των φτερών του , τα μεγαλα γκρίζα του φτερά φαναιρωθηκαν και απλώθηκαν γύρω του κουρασμένα ,
ο βήχας τον ξανά έπιασε σαν ένα βαρρος στο στήθος και ή μαύρη πίσσα έτρεξε πάλι από τα χείλη του στο πάτωμα ,
ένας ηλεκτρισμός πέρασε από το σώμα του , σήκωσε το κεφάλι του ψηλά προσπαθώντας να βρει τον παράδεισο
. Τα μάτια του απεκτεισαν ένα ολόμαυρο χρώμα καθώς ένα τραχύ ουρλιαχτό απαράμιλλου πόνου ξέφυγε από τα χείλη του" Πατέρα μη με διωχνεις. ΠΑΤΕΡΑ ΕΓΩ ΣΑΓΑΠΗΣΑ ΜΗΝ ΜΕ ΔΙΩΧΝΕΙΣ "
Είχε ακόμα το βλέμμα του στραμμένο πάνω .
Βροντές ακούστηκαν έξω από το σπίτι του και ξέσπασε μια καταιγίδα.
Τα φτερά του μαυριζαν ...αργά αργά ξεκινώντας απο την ρίζα σαν βασανιστική θανατηφόρα αρρώστια, κοφτές κραυγές πόνου ενωμένες με πνιχτο κλάμα ετρεχαν από το στόμα του σαν μία πονεμένη μελωδία .
Ή θερμοκρασία του ανέβηκε στα ύψη καθώς το σώμα του ετρεμε ολόκληρο . Έσκισε την μπλούζα του από πάνω του καθώς πάλευε για να ανασανει , το τρέμουλο του κόπασε λίγο και έπειτα με το χέρι του σκουπίσε το μαύρο υγρό απο τα χείλη του .Ένα στιγμιαίο φως απλώθηκε μπροστά του , και μία καλοντυμένη φιγούρα στάθηκε ίσια ακριβώς μπροστά από το ραγισμένο του κορμί .
" Κλαους ? Κλαους αδερφέ μου "
Το πρόσωπο του κλαους είχε μία λυπημένη έκφραση μα και ένα κενό βλέμμα ταυτόχρονα.
" Οοο,, Ιμανουελ είχα την ελπίδα πως θα εβαζες μυαλό , σου κέρδισα όσο χρόνο μπορούσα. Και ως ανταλαγμα...σκοτωσες την αδερφή μου . "
" ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ ΔΙΚΙΑ ΜΟΥ ΑΔΕΡΦΗ ΚΛΑΟΥΣ ΝΟΜΙΖΕΙΣ ΠΩΣ ΔΕΝ ΠΟΝΕΣΑ?"
" Δεν είμαστε αδέρφια σου πια ... έκανες την επιλογή σου . Ανάμεσα στην οικογένεια και στην μοναξιά διαλέξες την μοναξιά . Αυτή είναι ή τιμωρία σου "