1° ΚΕΦΑΛΑΙΟ

647 29 1
                                    

Καλοκαιρι 1972

Η οικογένεια Παπαοικονόμου αποτελείται απο τέσσερα μέλη,τους γονείς,την Ευθαλεία και τον Γιώργο και τα δύο τους παιδιά, τον Κώστα που είναι ο μεγαλύτερος και τον Δημήτρη, που είναι δύο χρόνια μικρότερος.  
Η ζωή τους δυσκόλεψε αρκετά στην Αθήνα,όπου βρισκόταν,διότι δεν έβρισκαν δουλειά και έτσι πήραν την απόφαση να μετακομίσουν σε μία μικρότερη πόλη, την Κρυοπηγή.
Η επαρχία ήταν η πιο σύντομη και ευκολότερη λύση που σκέφτηκαν,καθώς θα μπορούσαν να ψάξουν πιο εύκολα ένα μέρος,στο οποίο να δουλεύουν και να μπορούν να ζήσουν. Αυτή η περιοχή που ήρθαν να εγκατασταθούν, ήταν γεμάτη χωράφια. Αυτό σήμαινε ότι θα έβρισκαν γρήγορα μια δουλειά σε κάποιο απο αυτά,ώστε να μπορέσουν να τα βγάλουν πέρα.

Το κάρο που τους μετέφερε,σταμάτησε στην αρχή της μικρής πόλης και η Ευθαλεία με τον Γιώργο κατέβηκαν κάτω.

- Ελάτε παιδάκια μου, ξυπνήστε, φτάσαμε, είπε η Ευθαλεία στα δύο αγόρια που κοιμόταν,ενώ την ίδια ώρα,ο Γιώργος πλήρωνε τον οδηγό του κάρου.
- Ναί μαμά,είπε ο Κώστας, σηκώθηκε και κατέβηκε απο το κάρο, ενώ τον ακολουθησε και ο Δημήτρης.
Όταν κατέβηκαν και δυό τους κοίταξαν γύρω το τοπίο του κάμπου,που δεν είχαν δει ποτέ άλλοτε,αφού είχαν γεννηθεί στην Αθήνα. Σπαρμένα χωράφια με διάφορα φυτά,τα οποία δεν γνώριζαν. Ο ήλιος έδυε,αφήνοντας στον ουρανό ένα πορτοκαλί χρώμα. Τα διάφορα χρώματα πλέκονταν μεταξύ τους,διαμορφώνοντας ένα υπέρχοχο σκηνικό.

Το κάρο έφυγε με τα δύο άλογα που το έσερναν να καλπάζουν δυνατά και τότε Γιώργος γύρισε και κοίταξε την Ευθαλεία.

- Ευθαλεία, για την ώρα λέω να πάμε σε ένα ξενοδοχείο και αύριο βλέπουμε τι θα κάνουμε,είπε ο Γιώργος.
- Να πάμε,Γιώργο μου. Να περάσουμε κάπου το βράδυ μας. Είναι και τα παιδιά πολύ κουρασμένα απο το ταξίδι.

Την επόμενη μέρα ο άντρας της Ευθαλείας πήγε να ψάξει για σπίτι και για δουλειά, καθώς δεν μπορούσαν να μείνουν για πολύ ακόμη στο ξενοδοχείο,αφού τα χρήματα που είχαν δεν θα κρατούσαν για πολύ καιρό.

-Τί έγινε;Βρήκες κάτι;ρώτησε η Ευθαλεία όταν μπήκε ο Γιώργος στο δωμάτιο του ξενοδοχείου μετά απο ώρες.
-Βρήκα ένα σπίτι,αλλά δεν ξέρω,είπε ο Γιώργος σκεπτικός.
-Τί;Δεν είναι καλό;ρώτησε η Ευθαλεία.
-Μια χαρά είναι. Έχει μια μεγάλη κουζιίνα που θα μαγειρεύεις ό,τι θέλεις,δύο ευρύχωρα υπνοδωμάτια και ένα ωραίο σαλόνι. Θα μας βολέψει πολύ. Τα παιδιά θα κοιμούνται μαζί, στο ένα δωμάτιο και εμείς στο άλλο.
-Και πού είναι το πρόβλημα,Γιώργο μου;
-Είναι λίγο ακριβούτσικο το ενοίκιο και δεν έχουμε πολλά χρήματα.
-Μην ανησυχείς γι'αυτό. Κάτι θα κάνουμε με την τιμή. Στο κάτω- κάτω θα πιάσουμε και οι δυό μας απο μία δουλειά και θα πληρώνουμε τα νοίκια. Εδώ πιστεύω να πληρωνόμαστε περισσότερα.
-Έχεις δίκιο. Θα παζαρέψω και λίγο την τιμή και θα το πάρουμε. Αύριο θα πάω να πω το "ναί" στον ενοικιαστή.
-Πατέρα,τί έγινε;Βρήκες σπίτι;ρώτησε ο Κώστας καθώς μπήκε μέσα στο δωμάτιο του ξενοδοχείου απο το μπαλκόνι.
-Αμ,εσύ τι νόμιζες;Όλη μέρα έψαχνα και βγήκα το κατάλληλο σπίτι για εμάς,είπε χαμογελώντας ο Γιώργος.
-Είναι ωραίο;ρώτησε ο Δημήτρης.
- Πολύ ωραίο είναι. Και μεγαλούτσικο.
-Δηλαδή, θα έχω δικό μου δωμάτιο,όπως μου υποσχεθήκατε;ρώτησε ενθουσιασμένος ο Δημήτρης.
-Όχι,θα κοιμάστε μαζί με τον αδελφό σου ,είπε ο Γιώργος και σοβάρεψε απότομα.

Τότε ο Δημήτρης χαμήλωσε το κεφάλι,στεναχωρημένος.

-Γιατί μελαγχόλησες τώρα;είπε η Ευθαλεία.
-Δεν θέλεις να κοιμάσαι με τον αδελφό σου;
-Θέλω,αλλά είχατε πει, ότι αν ερχόμασταν στην επαρχία θα είχα το δικό μου δωμάτιο.
-Άμα πιάσουμε ένα καλύτερο σπίτι και είναι λίγο πιο μεγάλο,θα έχεις και το δικό σου δωμάτιο,είπε ο Γιώργος.
-Αυτό θα γίνει σύντομα,αφού θα πιάσουμε δουλειά εγώ και ο πατέρας σου, θα έχεις ένα δωμάτιο που θα είναι μόνο δικό σου. Στο υπόσχομαι. Ναί,αγοράκι μου;είπε η Ευθαλεία και πήρε τον Δημήτρη στην αγκαλιά της.
-Έλα,Ευθαλεία. Ολόκληρος άντρας είναι,τι τον αγκαλιάζεις;είπε ο Γιωργος δυνατά.
-Παιδί είναι ακόμη,Γιώργο. Έχει ανάγκη απο αγκαλιές και χάδια. Έλα και εσύ Κώστα μου να σου κάνει μια αγκαλιά η μαμά,είπε η Ευθαλεία και ο Κώστας πήγε κοντά της.
-Τί να σου πώ τώρα;είπε ο Γιώργος και βγήκε έξω στο μπαλκόνι,το οποίο έβλεπε στον φούρνο της γειτονιάς. Η μυρωδιά του ψωμιού απλωνόταν σε όλο το τετράγωνο. Πάνω απο τον φούρνο ένα σπίτι με μαρμάρινα κάγκελα στο μπαλκόνι,το οποίο είχε πανέμορφα και πολύχρωμα λουλούδια στις γλάστρες που ήταν κρεμασμένες σε αυτό. Ίσως ο ιδιοκτητής του φούρνου και του σπιτιού να είναι ο ίδιος,σκέφτηκε ο Γιώργος. Άραγε ήθελε κάποιο άτομο στον φούρνο του;αναρωτήθηκε.

-Υπέροχα δεν μυρίζει,πατέρα;ρώτησε ο Δημήτρης και ο Γιώργος γύρισε το κεφάλι και τον κοίταξε.
-Τελείωσαν οι αγκαλισς με την μάνα σου;ρώτησε ειρωνικά.
-Όπως βλέπεις,χαμογέλασε πλατιά ο Δημήτρης.
-Ναί,μυρίζει πολύ ωραία το ψωμί.
-Δεν είναι πολύ νωρίς για να τα φτιάχνουν;ρώτησε ο Δημήτρης.
-Αύριο είναι Σάββατο και γιορτή. Θα πάει πολύς κόσμος να πάρει ψωμί και άλα αυτά τα πράγματα που πουλάει ο φούρνος. Κοίτα εκεί απέναντι. Ο ήλιος δύει και δίνει ένα ωραίο πορτοκαλί χρώμα στον ουρανό.
-Και τα χωράφια που δεν φαίνονται έως το τέλος τους,είναι το τελείωμα σε αυτήν την όμορφη εικόνα,είπε η Ευθαλεία που βγήκε σιγά στο μπαλκόνι.

Το ΑπωθημενοWhere stories live. Discover now