40° ΚΕΦΑΛΑΙΟ

71 6 0
                                    

Ο Άγγελος μπορεί να έφυγε απο το μαγαζί,αλλά η παρουσία του ήταν ακόμη εκεί.

-Δημήτρη, φοβάμαι πολύ,είπε η Σταυρούλα ανήσυχη.
-Μην φοβάσαι αγάπη μου. Εγώ είμαι εδώ για εσένα. Δεν θα αφήσω κανέναν να σε πειράξει.
-Άκουσες την τελευταία του λέξη;
-Δεν θα κάνει τίποτα.Μπλοφάρει.
Δεν τολμάει να κάνει κάτι,είπε ο Δημήτρης και φίλησε την Σταυρούλα.
-Παιδιά! Ξεκολλάτε τώρα. Σταυρούλα πρέπει να φύγουμε. Ο πατέρας μου,μας είπε να μην άργησουμε αλλιώς την βάψαμε. Θα πάρει πάρει τηλέφωνο τον πατέρα σου και μετά ποιός τους κρατάει.

Πέρασαν τρεις μέρες απο την συνάντηση τους με τον Άγγελο και η Σταυρούλα με τον Δημήτρη πήγαν στο χωριό τους.

-Δημήτρη μου,αυτό είναι το χωριό μας. Εδώ μεγαλώσαμε. Σε αυτό το μέρος ξεκίνησαν όλα,η ιστορία μας,είπε η Σταυρούλα καθώς προχωρούσαν προς τα σπίτια τους.
-Κάτι θυμάμαι. Να, εδώ δεν συναντιόμασταν κρυφά απο τους γονείς μας,είπε ο Δημήτρης και έδειξε την γωνία που βρισκόταν κάποτε.
-Ναί,αυτή είναι η γωνία μας,αγάπη μου. Αρχίζεις να θυμάσαι τα πάντα και αυτό είναι καλό,είπε η Σταυρούλα και αγκάλιασε τον Δημήτρη.
-Σε δύο λεπτά φτάνουμε στα σπίτια μας,είπε η Σταυρούλα και δεν μίλησαν άλλο.

Σταμάτησαν να περπατάνε και στάθηκαν στην άκρη του δρόμου.

-Εδώ είμαστε έτσι;Αυτό αριστερά είναι το σπίτι σου και ακριβώς απέναντι το δικό μου. Σωστά;είπε ο Δημήτρης.
-Σωστά. Έλα,πάμε πρώτα στο δικό σου σπίτι. Θα τους κάνουμε έκπληξη. Θα σοκαριστού μόλις σε δουν,είπε η Σταυρούλα και άρχισαν να προχωράνε προς το σπίτι του Δημήτρη.

Η καρδιά του άρχισε να χτυπάει δυνατά,μόλις έφτασαν ακριβώς έξω απο την πόρτα. Είχε αγωνία που θα έβλεπε την οικογένεια του μετά απο τόσο καιρό.
Η Σταυρούλα χτύπησε την πόρτα και μετά απο λίγο η Ευθαλεία άνοιξε την πόρτα. Έγινε κατάχλωμη,μόλις είδε τον Δημήτρη να στέκεται ολοζώντανος μπροστά της.

-Δημήτρη, παιδί μου ζεις. Δεν το πιστεύω,είπε με αναφιλητά και τον αγκάλιασε.
-Ναί,μάνα ζω και ήρθα κοντά σας. Ήταν ψέμα ότι πέθανα. Ψέμα ήταν όλα.
-Ελάτε μέσα. Ο πατέρας σου και ο Κώστας θα πέσουν ξεροί, μόλις σε δουν. Είναι στον κήπο. Πάμε,είπε η Ευθαλεία χαμογελαστή και τράβηξε τον Δημήτρη απο το χέρι προς το σαλόνι,ενώ πίσω τους περπατούσε και η Σταυρούλα.

-Γιώργο, Κώστα τρέξτε καλε. Σας έχω μια έκπληξη. Ελάτε γρήγορα,φώναξε η Ευθαλεία.
-Τί έπαθες και φωνάζεις έτσι, Ευθαλεία; ρώτησε ο Γιώργος που μπήκε μέσα απο την πίσω πόρτα απο τον κήπο τους.
-Ο γιός μας!Μα πώς γίνεται αυτό;είπε έκπληκτος ο Γιώργος.
-Δημήτρη, αδελφέ μου, είσαι ζωντανός;είπε ο Κώστας και πήγε κοντά στον Δημήτρη.
-Όπως βλέπετε ο Δημήτρης μας είναι εδώ, μαζί μας,είπε η Ευθαλεία με ένα τεράστιο χαμόγελο, χαραγμένο στα χείλη της.

Το ΑπωθημενοWhere stories live. Discover now