35° ΚΕΦΑΛΑΙΟ

56 7 1
                                    

Η Σταυρούλα πέρασε το υπόλοιπο της μέρας ξαπλωμένη στο σπίτι της. Τώρα που είχε αρχίσει να φουσκώνει η κοιλιά της δεν μπορούσε,να βγαίνει πολύ έξω.

Το απόγευμα πέρασε απο το σπίτι,ως συνήθως ο Άγγελος,που είχε καθιερώσει τις καθημερινές απογευματινές επισκέψεις και καθόταν ως αργά το βράδυ. Ήθελε να βλέπει την Σταυρούλα και να περνάει μαζί της χρόνο,τώρα που ήταν έγκυος.

-Αύριο μετά την σχολή σου Σταυρούλα μου,θα περάσω να σε πάρω με το αμάξι, για να πάμε κάπου. Θα σου αρέσει πολύ. Είμαι σίγουρος. Είναι πολύ όμορφο μέρος,είπε ο Άγγελος.
-Αύριο,δύστυχως δεν μπορώ. Ένα παιδί απο την σχολή έχει γενέθλια και με κάλεσε μαζί με την Νόπη. Θα πάμε στο Κολωνάκι,να φάμε. Μπορείς να έρθεις και εσύ άμα θέλεις.
-Άστο καλύτερα. Εγώ ήθελα να είμαστε οι δυό μας να τα πούμε.
-Καλά,όπως θες. Εγώ στο πρότεινα πάντως. Μην μου παραπονιέσαι μετά ότι δεν στο είπα.

Το βράδυ πέρασε και ξημέρωσε η επόμενη μέρα. Η Σταυρούλα βγήκε απο το δωμάτιό της και πήγε στην κουζίνα,όπου ήταν όλοι οι υπόλοιποι μαζεμένοι.

-Καλημέρα,Σταυρούλα. Έλα να καθίσεις να φας. Να πιείς όλη την πορτοκαλάδα σου. Μόλις τώρα την έστιψα. Κάνει καλό στο μωρό,είπε η Χριστίνα.
-Ευχαριστώ,θεία. Το μεσημέρι  μην με περιμένετε. Θα βγω έξω με κάτι φίλους απο την σχολή.
-Πού θα πάτε, παιδί μου;ρώτησε ο Νίκος, ενώ κρατούσε μία φέτα ψωμί.
-Θα πάμε στο Κολωνάκι σε ένα εστιατόριο,θείε. Ένας απο τους φίλους μου, έχει γενέθλια και θα μας κεράσει.
-Εντάξει, κοπέλα μου. Του πήρες δώρο; Να μην πας με άδεια χέρια.
-Φυσικά και του πήρα. Χθες που ερχόμουν απο το μάθημα.
-Τυχερή είναι η ξαδέλφη πάλι. Συνέχεια έξω βγαίνει. Θα πάει και σε ακριβό εστιατόριο σήμερα,είπε ο Φίλιππος.
-Κόψε τις βλακείες,Φίλιππε. Ολόκληρος άντρας είσαι πια,μην φέρεσαι σαν μωρό,είπε με ένταση στη φωνή του ο Νίκος.
-Σιγά, ρε πατέρα. Δεν είπα τίποτα το κακό. Η Σταυρούλα έχει πλούσιους φίλους. Δεν είναι ψέματα.
-Εγώ θα φύγω. Θα γυρίσω το απόγευμα,είπε η Σταυρούλα και σηκώθηκε.
-Εντάξει,Σταυρούλα μου. Να προσέχεις. Ο Θεός μαζί σου,είπε η Χριστίνα.

Η Σταυρούλα ξεκίνησε για την σχολή της με τα πόδια, όπως κάθε μέρα. Στο δρόμο περνούσε απο διάφορα μαγαζιά.  Φούρνους απο τους οποίους ξεχύλιζαν ωραίες μυρωδιές,πολυκαταστήματα με πολλά ρούχα και παπούτσια,όμως στάθηκε έξω απο μια βιτρίνα με μωρουδιακά και κοίταξε όλα αυτά τα μικροσκοπικά ρουχαλάκια. Αποφάσισε να μπει μέσα και να αγοράσει κάποια.

Το ΑπωθημενοWhere stories live. Discover now