62° ΚΕΦΑΛΑΙΟ

44 6 0
                                    

Κρυοπηγή 2008

Η Σταυρούλα ετοίμασε το πρωινό και πήγε να ξυπνήσει την μικρή της πριγκίπισσα που τώρα πια είχε μεγαλώσει αρκετά .

-Αθανασία ξυπνά, αγάπη μου. Θα αργήσεις στο σχολείο,φώναξε η Σταυρούλα.
-Έλα ρε μαμά, άσε με να κοιμηθώ λίγο ακόμα.
-Αθανασία είπα,σήκω από το κρεβάτι.
-Καλά ρε μαμά,είπε η Αθανασία και σηκώθηκε απρόθυμα.
-Καλημέρα, είπε καθώς πήγαινε στην ντουλάπα της για να διαλέξει τι ρούχα θα βάλει.

-Ο Παύλος που είναι;Πάλι ξενυχτησε χθες βράδυ και κοιμάται;
-Όχι,μαζί με τον πατέρα σου είναι. Στο μαγαζί.

Ακολούθησε μια σιωπή στο δωμάτιο,καθώς η Αθανασία έβαζε μια κόκκινη πλεκτη μπλούζα.

-Μετά το σχολείο θα παω στην γιαγιά να ξέρεις,είπε μετά από λίγο.
-Χθες ήσουν όλη μέρα στην γιαγιά σου.
-Το ξέρω, αλλά θέλω να ξαναπάω. Εντάξει;φώναξε η Αθανασία.
-Μην μου φωνάζεις εμένα. Είμαι η μητέρα σου.
-Παρατα με. Και πού είσαι μητέρα μου πολύ που νοιάζεσαι για εμένα,είπε η Αθανασία,πήρε την τσάντα της και έφυγε.
-Μακάρι να ήξερες τι έχω περάσει για χάρη σου,μονολόγησε η Σταυρούλα και ένα δάκρυ κύλησε απο την άκρη του ματιού της.

Όλα αυτά τα χρόνια η σχέση της με τον Θωμά δεν ήταν και η καλύτερη.  Εκείνος τα τελευταία χρόνια ήταν πολύ απόμακρος. Δεν έλεγε πολλά και πολλές φορές έφευγε για μέρες χωρίς να ξέρει που ακριβώς πήγαινε. Οπότε καθόταν να συζητήσουν σχεδόν πάντα κατέληγαν να τσακώνονται,χωρίς κανένα ιδιαίτερο λόγο.

Η Αθανασία κατηφόριζε προς το πάρκο,όπου εκεί την περίμεναν ο Στράτος με τον Άρη για να πάνε μαζί  στο σχολείο.

-Καλημέρα αγάπες μου,είπε και τους αγκάλιασε έναν έναν.
-Καλημέρα όμορφη. Τί τρέχει;την ρώτησε ο Άρης και την κοίταξε στα μάτια χαμογελώντας.
-Τί να τρέχει ρε;Η μάνα μου πάλι το πρωί μου έσπασε τα νεύρα.
-Αμαν και ρε κοριτσάκι μου,πολλά νεύρα έχεις τελευταία και δεν είναι καλό ,της είπε ο Στράτος και την έβαλε στην αγκαλιά του.
-Άμα είχες την μάνα μου θα σου έλεγα εγώ. Αφού τα ξέρεις ρε Στράτο,η μαμά μου ποτέ της δεν με αγάπησε. Έτσι με έκανε για να λέει οτι έχει και μια κόρη,ρε παιδί μου.
-Μην στεναχωριέσαι. Έχεις εμάς εντάξει;
-Πάντα εσείς ήσασταν δίπλα μου σε ότι κι αν περνούσα. Μόνο εσάς,την γιαγιά μου,τον παππού μου και τον Παύλο έχω. Οι γονείς μου είναι σαν να πέθαναν. Δεν υπήρχαν πότε εκεί για εμένα.


Το μεσημέρι η Σταυρούλα καθοταν μόνη στο σπίτι και σκεφτόταν, κάνοντας δουλειές στο σπίτι.
Πώς πέρασαν τα χρόνια σκέφτηκε. Η ζωή της όλη πέρασε μπροστά απο τα μάτια της. Τόσα δάκρυα,τόσος πόνος κι όμως ήταν εδώ όρθια.

Το ΑπωθημενοWhere stories live. Discover now