72° ΚΕΦΑΛΑΙΟ

42 5 0
                                    

Το απόγευμα ο Θωμάς επέστρεψε σπίτ, έπειτα απο την απουσία αρκετών των ημερών.

-Μπα, μπα καλώς τον. Θυμήθηκες πως έχεις και σπίτι;είπε η Αθανασία μόλις τον είδε.
-Αθανασία πηγαίνετε στο δωμάτιο σου με τον Αλέξη. Θέλω να μιλήσω με τον πατέρα σου,της είπε η Σταυρούλα και τα δύο παιδιά έφυγαν αμέσως.
-Είχα πάει στην Καβάλα για δουλειές,είπε ο Θωμάς, μόλις είδε την κόρη του με τον συμμαθητή της να ανεβαίνουν τις σκάλες και να χάνονται στον διάδρομο.
-Πολύ βολική δικαιολογία,αλλά ξέρεις κάτι;Βαρέθηκα. Βαρέθηκα να ακούω τα ίδια και τα ίδια. Όλη μου την ζωή ακούω αυτήν την ηλίθια δικαιολογία. Πάντα δουλειές είχες. Σίγουρα αυτό ήταν πάντα. Οι δουλειές σου πάνω από όλα.

Η Αθανασία καθόταν στο κρεβάτι της νευρική και σκεφτόταν. Ο Αλέξης καθόταν απέναντι της και την κοιτούσε αμίλητος.

-Αλέξη πάμε κάπου αλλού;Δεν αντέχω άλλο εδώ,είπε η Αθανασία και πήρε την τσάντα της.
-Ναι,πάμε καμία βόλτα να ηρεμήσεις κιόλας,απάντησε ο Αλέξης.

Η Αθανασία βγήκε νευριασμένη απο το σπίτι χωρίς να δώσει σημασία στους γονείς της που ήταν στο σαλόνι,ενώ απο πίσω της προχωρούσε ο Αλέξης.

-Αλέξη, θέλεις να πάμε σε έναν φίλο δικό μου και του αδελφού μου;Έχω καιρό να τον δω. Αν δεν σε πειράζει,είπε η Αθανασία κάπως πιο ήρεμη.
-Πού κοντά μένει;ρώτησε ο Αλέξης.
-Είναι κοντά στην αγορά. Έλα να περπατήσουμε γρήγορα για να φτάσουμε νωρίς.

Η Αθανασία με τον Αλέξη πήγαν στον Ηλία,αλλά βρήκαν μόνο την Βούλα στο σπίτι. Αφού,η Αθανασία έκανε της συστάσεις τα δύο παιδιά έκατσαν στον καναπέ.

-Ελάτε παιδιά. Ο Ηλίας θα έρθει σε λίγο. Πώς είναι ο Παύλος, Αθανασία μου;
-Μια χαρά είναι,αλλά έχει βαρεθεί να κάθεται όλη μέρα στον καναπέ και στο κρεβάτι του.
-Τί να κάνουμε; Αφού έτσι το είπε ο γιατρός.
-Τον φροντίζουμε εγώ και η μαμά και σε λίγες μέρες θα είναι περδίκι, είπε η Αθανασία χαμογελαστή ενώ ο Αλέξης κοιτούσε γύρω το σπίτι και το ποσό όμορφα ήταν διακοσμημένο.
-Θέλετε να σας στίψω χυμό πορτοκάλι;ρώτησε η Βούλα μετά από λίγο.
-Όχι,δεν θέλουμε,είπε η Αθανασία ενώ κοίταξε τον Αλέξη.
-Να ήρθε και ο Ηλίας,είπε η Βούλα,καθώς ο Ηλίας άκουσε τα κλειδιά του στην πόρτα του σπιτιού.
Ακούστηκαν τα βαριά και γρήγορα βήματα του και αμέσως εμφανίστηκε στο σαλόνι.

-Σαν τα χιόνια,είπε ο Ηλίας μόλις είδε την Αθανασία.
-Το παλικάρι ο φίλος σου;συνέχισε.
-Συμμαθητής μου.
-Μόνο;ρώτησε ο Ηλίας και γέλασε πονηρά.
-Μόνο Ηλία. Αφού ξέρεις ότι...
-Α,ναι το ξέχασα,είπε ο Ηλίας ενώ η Αθανασία σηκώθηκε όρθια και τον αγκάλιασε.
-Σε έχω σαν αδελφό μου Ηλία. Θέλω να το ξέρεις.
-Κι εσύ θα ήθελα να ξέρεις πως έχω δύο αδελφούλα. Μια την Κατερίνα και μια εσένα, είπε ο Ηλίας και την φίλησε στο μάγουλο.
-Σας πιάσανε οι αγάπες παιδιά;είπε η Βούλα.
-Είναι η μικρούλα μου μάνα,η Αθανασία,είπε ο Ηλίας και εκείνη την ώρα μπήκε η Κατερίνα,η αδελφή του.
-Έχουμε επισκέψεις βλέπω, είπε και κατευθύνθηκε προς το σαλόνι όπου ήταν όλοι.
-Ήρθαμε με τον Αλέξη,τον συμμαθητή μου να σας δούμε.
-Καλά κάνατε Αθανασία. Καιρό έχουμε να σας δούμε. Χαθήκαμε,είπε η Κατερίνα και ακολούθησε μια παύση.
- Ο Παύλος πώς τα πάει;συνέχισε.
-Μια χαρά είναι. Μόνο που βαριέται να είναι όλη μέρα ξαπλωμένος.
-Τον καημένο.Ας είναι,αφού έτσι πρέπει. Θα περάσω καμία μέρα να τον δω.

Το ΑπωθημενοWaar verhalen tot leven komen. Ontdek het nu